Σεπτέμβρης

Σεπτέμβρης

 

2015

Σεπτέμβρης… Καλός μήνας για εισαγωγές. Για εισαγωγές και επιστροφές. Πολλοί επιστρέφουν σπίτι τους από τις διακοπές το Σεπτέμβρη. Σε ό,τι ο καθένας θεωρεί σπίτι του… Παραδόξως όμως, οι περισσότεροι αντιμετωπίζουμε το Σεπτέμβρη σαν την πρώτη μέρα της υπόλοιπης ζωής μας. Επιστρέφουμε, αλλά επιστρέφουμε με μια ελπίδα να μην βρούμε τίποτα όπως το αφήσαμε. Έχουμε αυτό το συναίσθημα του οικείου, επειδή ξαναγυρνάμε στα πολυπερπατημένα στενά της πόλης μας, αλλά ταυτόχρονα, με το που πατάμε το πόδι μας στα “πάτρια εδάφη”, το μάτι μας ψάχνει απεγνωσμένα κάνα δρομάκι, ή κάνα στενάκι απερπάτητο μέχρι τώρα,  που θα μπορούσε να μας οδηγήσει εναλλακτικά στην είσοδο της πολυκατοικίας μας. Σαν να συνυπάρχουν για λίγο το “Όχι πάλι εδώ” με το “Ευτυχώς, πάλι εδώ”. Παράξενοι είμαστε.

Αναθεώρηση και ανασύνταξη λοιπόν. Ανασχηματισμός κι αναδιατύπωση. Ξεκινάει η καινούρια σεζόν και θες να αφήσεις πίσω ό,τι κουβαλούσες μέχρι τώρα. Σε πιάνει μια λαχτάρα να αλλάξεις, μια λαχτάρα που όσο την επεξεργάζεσαι την νιώθεις σαν άμεση και επιτακτική ανάγκη. Θες να γίνεις ό,τι δεν έγινες μέσα στη χρονιά που πέρασε. Θες να πιάσεις ό,τι άφησες “από Σεπτέμβρη”. Το καλοκαίρι σβήνει σιγά σιγά μέσα σου. Σβήνει, και δεν μπορείς να καταλάβεις αν ανυπομονείς να εισβάλει ο χειμώνας έτσι βίαια και ολοκληρωτικά, ή αν θες απλώς να στήσεις τη σκηνή σου μέσα στο παμβρώμικο σαλόνι που άφησες φεύγοντας (είχες πει οτι θα έκανες γενική πριν κλειδαμπαρώσεις αλλά κλάιν) και να κλαις σε εμβρυακή στάση έχοντας αγκαλιά ένα άδειο μπουκάλι ούζο- ξέρεις, από τα πολλά που αδειάσατε στο κάμπινγκ με τα παιδιά. Λοιπόν, χειμώνας ή ούζο; Λαχταράς ή νοσταλγείς; Τσιπούρα ή Αναστασία; Άβυσσος η ψυχή μας.

Ο φίλος μου ο Στέφανος ισχυρίζεται πως αν ποτέ γινόταν πρωθυπουργός, η πρώτη αλλαγή που θα έκανε θα ήταν να μεταφέρει την Πρωτοχρονιά από το Γενάρη στο Σεπτέμβρη. Και συμφωνώ απόλυτα μαζί του. Άσε που πέρα από όλα τα άλλα, έτσι θα μπορούσες να κάνεις και ρεβεγιόν στο αγαπημένο σου νησί. Ο Σεπτέμβρης είναι ιδανικός για αλλαγές και ανακατατάξεις. Και ρεβεγιόν, όπως φαίνεται.

Όμως εγώ, περπατάω την 1η  του Σεπτέμβρη στις τέσσερις το μεσημέρι, με ντάλα ήλιο και καύσωνα, στην Πανεπιστημίου, σε μια Αθήνα που έχει αρχίσει να ξαναγεμίζει από τους ανθρώπους της, το άγχος της και την τρέλα της και σκέφτομαι πως ενώ όλοι χρειαζόμαστε τις αλλαγές, όταν αυτές έρχονται να μας ξεκουνήσουν, εμείς σφηνώνουμε τον κώλο μας ακόμη πιο βαθειά στη θεσούλα μας, δυσανασχετούμε, και τις αφήνουμε να μας προσπεράσουν.

Κι εκεί που ένιωθες πως ήσουν έτοιμος να γίνεις αυτό που έχεις φανταστεί, πως όλη σου η ύπαρξη σου φώναζε πως τη χρειάζεσαι την αλλαγή και την επιθυμείς, εσύ γυρνάς σπίτι αδιάφορος και αράζεις μπροστά στο pc μέχρι να ξημερώσει…

 

2016

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 2015.

Τελικά τη σκηνή δεν την έστησα στο σαλόνι, ο Στέφανος δεν έγινε ακόμη πρωθυπουργός, άρα σενάριο για σεπτεμβριανό ρεβεγιόν γιόκ. Παρ’ όλ’ αυτά, ξαναπερπάτησα την Πανεπιστημίου πηγμένη από ξεχασμένους τουρίστες και Αθηναίους που επέστρεψαν, και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, θεωρητικά «αράζω»  μπροστά στο pc.

Όμως δεν άφησα τις αλλαγές να με προσπεράσουν τη χρονιά που μας πέρασε. Και οκ, μπορεί να μην τα πήγα πολύ καλά σε όλα, αλλά κάποια πράγματα τα κατάφερα. Και οκ, μπορεί να μην ήταν όλες όμορφες και καλές αλλαγές αλλά τις άφησα να με συνεπάρουν και να μου δείξουν ένα δρομάκι που δεν είχα ξαναβαδίσει μέχρι τώρα. Και οκ, μπορεί να μην ευθύνομαι για τις όμορφες αλλαγές μόνο εγώ –ίσως φταίει και λίγο η τύχη και το σύμπαν και ο Κοέλιο και ο ωροσκόπος μου- αλλά έτσι δεν είναι πάντα; Μήπως ήμουν λίγο αφελής πέρσι που με κατηγορούσα για αυτή την «αδράνεια».;

Η αδράνεια όπως και η κίνηση είναι καταστάσεις της φυσικής τάξης των πραγμάτων και ίσως τελικά να είμαστε ικανοί να ανθίζουμε εξίσου και στις δύο. Ίσως ο τρόπος που αλλάζουμε να είναι τόσο εσωτερικός, κι ως εκ τούτου ανεξάρτητος από την άμεση εμπειρία και το βίωμα συγχρονικά, ώστε τα αποτελέσματα της αλλαγής που επήλθε να φανερώνονται μονάχα μακροπρόθεσμα. Ίσως να μην αλλάζουμε όταν ζούμε κάτι, αλλά  όταν προσπαθούμε να το ερμηνεύσουμε εκ των υστέρων. Άρα μάλλον θα βοηθούσε αν ήμαστε περισσότερο δεκτικοί ως προς την εξέλιξη της πορείας μας, δεκτικοί ως προς τη θέση και την άρση, την εναλλαγή αδράνειας και κίνησης.

Εκ των υστέρων λοιπόν, θα πω (με μια διάθεση να επισημαίνω τα όμορφα, κρατώντας τα δύσκολα και τα δυσάρεστα ανείπωτα, όχι γιατί δεν είναι εξίσου σημαντικά, αλλά γιατί λειτουργούν με μια διαφορετική δυναμική στον ψυχισμό μας) ότι αυτός ο χρόνος που πέρασε μου χάρισε το πιο σημαντικό πράγμα που μπορεί να σου χαρίσει ο χρόνος που περνά: το συναίσθημα που μας γεμίζει όταν λέμε «σπίτι μου».

Ό,τι ο καθένας θεωρεί σπίτι του…

Και just for the record, στο δίλημμα τσιπούρα ή Αναστασία, κατέληξα στο Αναστασία.

ΥΓ: Η φωτογραφία είναι δική μου, τραβηγμένη με το κινητό γύρω στις 6.30 το πρωί, στο μπαλκόνι του πατρικού μου, μία μέρα του περσινού Σεπτέμβρη.

νόου φίλτερ.

 

2017

Καταρχάς, έχουμε φτάσει ήδη στον Νοέμβρη, τώρα που συντάσσεται αυτό το κείμενο. Δηλαδή άργησα. Να σας κάνω ένα update λοιπόν, γιατί υποψιάζομαι ότι σας φάνηκε αβάσταχτο το ότι δεν ενημερωθήκατε για την εξέλιξη της ζωούλας μου το Σεπτέμβρη, όπως και θα’ πρεπε αν ήμουν συνεπής στα κείμενά μου. Καλά, όχι ότι σας το έταξα κιόλας. Τελοσπάντων.

Ενημερωτικά, ούτε φέτος μεταφέρθηκε η Πρωτοχρονιά τον Σεπτέμβρη, παραμένει σταθερά την πρώτη του Γενάρη, μες στη μέση της χρονιάς. Διότι φαντάζομαι πως κι εσείς σχηματίζετε στο κεφάλι σας μια εικόνα, με τους μήνες δίπλα δίπλα σε κύκλο, όταν σκέφτεστε τη λέξη «χρονιά». Οπότε ο Γενάρης είναι στη μέση, καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Κύκλος, χρονιά, Γενάρης στη μέση…Όχι;
Όπως και να’ χει, ούτε ρεβεγιόν, ούτε Πρωτοχρονιά, ούτε τίποτα τέτοιο δεν έπαιξε τον Σεπτέμβρη. Ούτε διάθεση αλλαγής κι ανακατάταξης, ούτε να πιάσω «ό,τι άφησα από Σεπτέμβρη», ούτε το να στήσω καμιά σκηνή στο σαλόνι και να πίνω τα ούζα που περίσσεψαν από το κάμπινγκ με την Αναστασία. Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβησαν φέτος γιατί κάτι αναπάντεχο προέκυψε: Δεν έζησα τον Σεπτέμβρη!

Αλήθεια, σε αυτό το κυκλάκι που σας έλεγα παραπάνω, ο Σεπτέμβρης, αντί να κρατάει το χεράκι του Αυγούστου και του Οκτώβρη και να σβουρίζει γύρω γύρω σαν χαρωπό παιδάκι (το φαντάζομαι και λίγο γαιτανάκι αυτό με τους μήνες- κάποια κατάλοιπα γιορτών του νηπιαγωγείου υποψιάζομαι εδώ), έχει πάρει τους δρόμους τρέχοντας και καθώς απομακρύνεται βλέπω μόνο την πλάτη του που χάνεται στο ηλιοβασίλεμα. Ο Αύγουστος απορεί, ο Οκτώβρης εκνευρίζεται. Τι να κάνω όμως εγώ; Δεν υπήρξε ο Σεπτέμβρης του 2017. Και κυριολεκτώ.
Δεν υπήρξε, όπως δεν υπάρχουν κι άλλα πλέον. Οι λεπτομέρειες, οι μικροκινήσεις και ο λεπτεπίλεπτος συγκερασμός καταστάσεων. Όλη αυτή η αισθητικά άρτια μικροδομή, που με γοητεύει τόσο πολύ όταν την ζω αλλά κι όταν την παρατηρώ εκ των υστέρων, χάθηκε. Ή μάλλον, τελείωσε. Νιώθω σαν να τελείωσε. Η παλέτα των ψυχικών διαθέσεων υπεραπλουστεύθηκε. Κοκκινο, μαύρο, μπλε, πράσινο. Τέλος. Και θα σας πω… Δεν είναι ότι πάει κάτι στραβά, κάθε άλλο! Ισορροπώ με πλήρη επιτυχία, δημιουργώ, διαχειρίζομαι. Ομολογώ πως κουράζομαι, αλλά και ποιος δεν κουράζεται; Όλα πάνε κατευχήν, δεν έχω παράπονο.

Το μόνο μου παράπονο είναι που έχασα τον Σεπτέμβρη μου για φέτος. Κι όταν λέω τον έχασα, εννοώ πως δεν τον έζησα. Κι όταν λέω πως δεν τον έζησα, εννοώ πως δεν επικράτησε ούτε για ένα λεπτό λίγη ησυχία, ώστε να καταλάβω τι ζω. Και κάπως έτσι, μάλλον ακυρώθηκε! Πέρασε ο χρόνος, μέσα στην πολλή κίνηση, την αναμπουμπούλα της καθημερινής τρέλας. Τριάντα μέρες έχει ο Σεπτέμβρης μας, πού τις σκόρπισε; Μία δεν μπόρεσε να μου χαρίσει; Να με αναγκάσει για λίγο να ξαποστάσω, να πάρω μια ανάσα, να σκεφτώ λίγο το γλυκό καλοκαίρι που πέρασε, το χειμώνα που θα έρθει. Αλλά και τον παροντικό χρόνο. Όλα μου γνέφουν καταφατικά κι εγώ καταλήγω να νιώθω κάτι σαν αχάριστη. Γιατί ο Σεπτέμβρης φέτος, μου γύρισε την πλάτη.

Παρ’ όλα αυτά. Νομίζω οτι πολλές φορές τρομάζουμε όταν αρχίζουμε να νιώθουμε πως τα βήματά μας σταθεροποιούνται, τελειώνουν οι δικαιολογίες, αρχίζει το ειλικρινές και το ουσιαστικό «ό,τι δηλώνεις, είσαι». Κι αυτό, αν και προσφέρει απέραντη χαρά και ικανοποίηση, διότι ένα κομματάκι σου αποδέχεται ένα άλλο κομματάκι σου, μας υπενθυμίζει πως η ευθύνη μας απέναντι στην πίστη που έχουμε στον εαυτό μας είναι ένα φορτίο που θα μας βαραίνει αδιάκοπα. Και θα οπισθοχωρήσουμε και λίγο κάποτε. Δεν πειράζει. (Τα λέω σε σένα, να τ’ ακούω εγώ τώρα, ξέρεις πώς πάνε αυτά, δεν χρειάζεται να παίζεις στα δάχτυλα την ψυχανάλυση για να καταλάβεις τον όρο προβολή. Τι με έπιασε τώρα, τα’ βαλα με την προβολή. Είναι που πάνε κι όλοι οι γνωστοί και φίλοι μου σε ψυχολόγο τελευταία. Εγώ απέχω ακόμη από το άθλημα αν και θα’ θελα να ξεκινήσω κάποτε. Όπως και να’ χει, αυτή η φάση του ψυχολόγου με κάνει να νιώθω λίγο εκτός παρέας, καταλαβαίνεις…). Ας είναι. Αν πήγαινα πάντως τώρα σε ψυχολόγο, θα της έλεγα δύο πράγματα, τα οποία όμως τώρα θα πω σε σας, γιατί ακόμη δεν έχω βρει τη Ματούλα μου. Πρώτον λοιπόν, θα της έλεγα οτι ζηλεύω τη συνάδελφό της τη Ματούλα, γιατί έχει στάνταρ μέρα με τους φίλους μου. Και δεύτερον:

-Φαντασιώνομαι συχνά τον τελευταίο καιρό ότι επιστρέφω στη μήτρα της μάνας μου, μέσα από μια διαδρομή γεμάτη φως και γαλήνη. Κάθομαι, λέει, στα πόδια της και συζητάμε, στον καναπέ του πατρικού μου, κι έπειτα εγώ γίνομαι μικρή, μικρή τόση δα, και, συγγνώμη τώρα, είναι και λίγο περίεργο έτσι όπως το τοποθετώ, αλλά φαντάζομαι οτι ακολουθώ τη διαδρομή της γέννας προς τα πίσω. Κανονικά! Μέσα από τα πόδια της. Και με γεμίζει μια ζεστασιά τότε, ομολογώ. Με κυριεύει αυτή η επιθυμία, να γυρίσω πίσω, κι έπειτα με αφοπλίζει η αυτόματη ματαίωσή της. 

-Μχμ… Και πώς αισθάνεσαι εσύ γι’αυτό;

– Πώς να αισθάνομαι; Μόνη. Αδύναμη. Αλλά έπειτα σκέφτομαι ότι αν είναι να μην επιστρέψω ποτέ εκεί, μακάρι οι μήνες που χάνονται στο πέρασμά μας, να χάνονται από κάτι που θα αφήσει τα σημάδια του πάνω μας. Όχι μόνο για να μπορούμε να ομολογήσουμε έστω και καθυστερημένα, έστω και δύο μήνες, χρόνια, αιώνες μετά, πως μας είχε συνεπάρει κάποτε, αλλά και γιατί θα έχουμε ζήσει μια ζωή. Μια ζωντανή ζωή.

 

Μπιζέλι

 

 

Author

Η Σόφι είναι ένα κορίτσι που διαβάζει, γράφει, τραγουδάει και μαθαίνει πιάνο σε παιδιά. Θα ήθελε να είχε σπουδάσει φυσική και μια μέρα να ξυπνήσει έχοντας διαβάσει όλη την φιλοσοφία, χωρίς τον κόπο.