Ἀγρύπνια

Ἀγρύπνια

                                                                                                                                                             Lung cancer in my throat and
still smoking

Bάζω τὸ χρυσό μου δαχτυλίδι στὸ ἀριστερό μου χρυσό,
μικρὸ δάχτυλο καὶ πιάνω νά γράψω ἕνα κείμενο ὄχι πολὺ
διαφορετικό ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ διαρκὲς κείμενο ποὺ τρέχει σὰν autocue
παρουσιάστριας δελτίου εἰδήσεων μέσα στὸ κεφάλι μου τοὺς
τελευταίους δύο μῆνες. Τὸ ὄνομά μου ὅλοι φωνάζουνε λὲς καὶ δὲ
θὰ τὸ ξαναποῦνε καὶ ἐγὼ ἀνόητα γυρνῶ καὶ γνέφω θετικὰ σὰν νὰ
μὲ λέγανε ἀκόμη ἔτσι. Κι ὅμως πλέον εἶμαι ἕνας ἄλλος. Γιατὶ
ἐπιμένω νὰ πιστεύω ὅτι τά πάντα εἶναι ὅπως πρίν; Τίποτα δέν
εἶναι ὅπως πρίν καί τίποτα δέ θά εἶναι ποτέ ξανά ὅπως τότε. Τότε
πού ἦμουν αὐτὸς ποὺ καθ’ αῦτό ἦμουν. Τόν καιρό πού ἦμουν ἡ
καθαρήπαρουσία μου κατὰ τὴν ἐκκάλυψη στήν ἀλήθεια, ὅπως
περίπου θά ἔλεγε ἕνας νευρώδης μισομούστακος πού μελετῶ
τελευταῖα. Λὲς καὶ δὲν ξέρω ὅτι δέ μοῦ μένει πολύς καιρός ἀκόμη.
Σχῆμα λόγου φυσικά. Ὁ καιρὸς ἔχει τελειώσει ἤδη ἀπό τότε πού
δέν εἶμαι αὐτός πού ἦμουν. Ὅταν ὁ πετεινός πεῖ τρεῖς φορές τό
τραγούδι του, Πέτρο, καί δέν εἶσαι πιά σάνπέτρα, τότε ξέρεις ὅτι ὁ
χρόνος ἔχει διαγράψει ἕναν τέλειο κύκλο κι ἐσύ ὀδεύεις στή
στενωπή τῆς κλεψύδρας.
Φορῶ τά καλά μου ροῦχα καί βγαίνω στόν κόσμο μόνο καί
μόνο γιά νά πῶ ψέματα. Ὅτι ὅλα εἶναι καλά καί δέ μοῦ λείπει
τίποτα ἀπό τά παλιά. Γκρινιάζω καμιά φορά γιά νά δείχνω τήν
ἀνθρώπινή μου φύση ὅπως ὁ Χριστός στόὌρος τῶν Ἐλαιῶν.
Κανίς ὅμως δέν προσεύχεται μαζί μου. Ὅλοι δοσμένοι στόν ὕπνο
πίσω ἀπό τίς ὑγρές ξερολιθιές τῆς μοναξιᾶς τους. Σηκώνομαι κι
ἐγώ· σταματῶ τὴν προσευχή. Στέκω παραπέρα, σκύβω στήν
κουφάλα καί βγάζω ἀπὸ μέσα τὰ κρυμμένα μου τσιγάρα. Τά
καπνίζω ἀργά τό βράδυ. Ἔπειτα πέφτω γιὰ ὕπνο μαζὶ μὲ τούς
συντρόφους μου στὶς ξερολιθιές. Ὀνειρεύομαι ὅτι γίνομαι ἕνας
Ἄλλος ποὺ μοιάζει μὲ Ἐκεῖνον πού ἦμουν, πρίν γίνω ὁ Ἄλλος
Ἐκείνου. Μπέρδεμα. Παύω νά ὀνειρεύομαι. Ἄλλωστε, οἱ προβολές
μου στό μέλλον φτάνουν ὡς τό κοντινότερο παροντικὸ σημεῖο πού
στιγμιαῖα μετατρέπεται ἀπό παρόν σέ παρελθόν, προτοῦ ἕνα
μέλλον τό διαδεχθεῖ στή θέση του παρόντος καί τανάπαλιν. Νέο
μπέρδεμα. Σκαρφαλώνω τό βουνό μπᾶς καί φτάνοντας ψηλά
προλάβω νά ξαναδῶ γιά στερνή φορά πίσω· ἡ ἀγωνία μου ὅλη, τό
νὰ βρῶ ἐκεῖνο τὸ σημεῖο πού χάλασα τή γέφυρα μέ τό αὔριο.
Πυκνά σύννεφα μοῦ θυμίζουν ὅτι τό παρελθόν εἶναι μιά ἀπέραντη
ἔρημος πού διακοσμεῖται ἀπό τά μυρωδάτα ἄνθη τοῦ λάθους.
Κατεβαίνω γοργά. Βρίσκω τούς συντρόφους μου νά λατρεύουνε
ἕνα βόδι. Τρέμω νά βγάλω τό χρυσό μου δαχτυλίδι ἢ νά ξεκουράσω
τό χρυσό μου δάχτυλο. Πονάει πολύ ὅμως ἡ πορφυρή παλλόμενη
φράουλα πού κρύβω στό στῆθος μου καί δέν μπορῶ νά ἀφήσω
νηστικά τά κολιμπρί τῆς ἐλπίδας πού πετοῦν ἐλεύθερα μές στό
δάσος τῆς ἀπελπισίας. Ἕνας ρωμαλέος κυνηγός μέ ἄσπρη ποδιά
και κάτι καλώδια κρεμασμένα στὸ λαιμό του ἀμολάει τό σκυλί του
καταπάνω μου· ρίχνει τά σκάγια του στά κολιμπρί μου! Ὁ βόμβος
τῶν φτερῶν τους σιωπᾶ…
Τό δαχτυλίδι κυλᾶ ἄλικο μέ χρυσές ἀνταύγειες στή ρίζα μιᾶς
φραγκοσυκιᾶς. Κάπου ἐκεῖ βρίσκω τά μεσημέρια τόν παλιό, κακό
μου ἑαυτό, νά πίνει παγωμένο νερό καί νά καπνίζει βαριά
τσιγάρα. Τόν χαιρετῶ· μοῦ στέλνει ἕνα ἄσπρο φιλί.

Ἀ.Β.Γ.
25.12.2016