Τις νύχτες περπατώ μέσα στο δάσος. Γελάνε οι συγκλητικοί, σαρκάζουνε οι δούλοι και οι γέροντες· τις νύχτες διαβαίνω σα χαμένος και το φεγγάρι, όλο ‘να ξεμακραίνει…Το πρώτο φως σαν έρχεται και φανερώνει το κούφιο μου βασίλειο, ψάχνω καταφύγιο στην ποίηση ή στο αίμα, όσο κάποιος άλλος που σ’ ένα καθρέπτη σκονισμένο από τις στάχτες της ψυχής μου ανατέλλει.
Φωκάς