Ξέρεις τι είναι αυτό που μας τρομάζει περισσότερο; Η μεγαλύτερή μας αγωνία; Μην τυχόν και πραγματοποιηθούν οι πόθοι μας. Μη και σταθούμε τυχεροί, αρκετά τυχεροί ώστε να δούμε με τα ίδια μας τα μάτια, ό,τι με όλο το αίμα της καρδιάς σας πεθυμήσαμε να εκπληρώνεται, να ζωντανεύει, να μας προσπερνά.
Ο πόθος κινεί τα νήματα της φαντασίας, η φαντασία κινεί τα νήματα της ονειροπόλησης· δεν χωράει αμφιβολία πια: ταιριάζει περισσότερο στον άνθρωπο το όνειρο παρά η άγρυπνη ζωή.
Ξέρω. Θα πεις για όλους εκείνους τους τραγικούς εφιάλτες… μα αν τους ξεκοκαλίσεις, στο βάθος τους θα ανακαλύψεις παραμορφωμένους, τους πιο γλυκούς σου πειρασμούς, τους μεγαλύτερούς σου πόθους – και τότε θα καταλάβεις. Θα καταλάβεις γιατί τα δάκρυα που πότισαν το μαξιλάρι σου δεν είναι τάχα από φόβο ή ταραχή αλλά από την απύθμενη θλίψη που έπεται της εκπλήρωσης τ ω ν ε π ι θ υ μ ι ώ ν σ ο υ.
Σταμάτησα να βλέπω εφιάλτες.
Είναι παντού γύρω μου : σ’ αυτό το ξύλινο – που η υγρασία σάπισε– τραπέζι· στις φλούδες του σοβά που αιωρούνται απ’ το ταβάνι· στην λάμπα που κρέμεται γυμνή· με περιτριγυρίζουν οι εφιάλτες· εγώ τους αγνοώ.
Δεν τους αγνοώ απλά, δεν τους προσπερνώ, δεν τους περιφρονώ, δεν τους απαξιώνω, δεν στρουθοκαμηλίζω, δεν προσποιούμαι, δεν υπεκφεύγω, δεν εθελοτυφλώ – δ ε ν τ ο υ ς
β λ έ π ω.
Τώρα θα πεις ότι τρελάθηκα. Ότι πραγματικά μου έχει στρίψει.
Έκανες τόσο δρόμο, με την υπεροψία της παλλόμενης σάρκας, με την τροφή που σύλλεψες στα στρογγυλά σου στήθη, με τους ωκεανούς να βράζουν στην κοιλιά σου μέσα, με χίλια αηδόνια κάτω από την γλώσσα.
Ήρθες να ενσαρκώσεις, ήρθες να αντικειμενοποιήσεις, ήρθες να εδραιωθείς, να ζήσεις την ζωή μου.
Κακώς.
Κάκιστα.
Είμαι.
Α π ό λ υ τ α.
Νεκρός
Φωκάς