Δύο ιστορίες για τον θάνατο

Δύο ιστορίες για τον θάνατο

Ο θάνατος του μοναχικού

ι)

Η ώρα τρεις και τριανταπέντε, στέκεται στο μπαλκόνι με το σώβρακο ,

σαν τι να συλλογιέται ;

Είναι ο θάνατος που χτύπησε την πόρτα και του ‘πε  – Ξύπνα, αυτό είναι το τελευταίο σου βράδυ –

Εκείνος άναψε τα φώτα

ύστερα εσκέφθη

– καλλιά να συνηθίσω το σκοτάδι – .

 

ii)

Εβγήκε στο μπαλκόνι , στον κήπο του σπιτιού του και κοίταε τον δρόμο .

Τρεις και σαράντα η ώρα

ποιος θα τον έκλαιε τώρα ;

Παιδιά δεν είχε, γυναίκα ν΄ακουμπήσει .

Το χέρι του άπλωσε στο ημίφως, άρπαξε δυο ηλιόσπορους που ΄χε από χθες αφήσει

στο στρογγυλό τραπέζι.

Εκεί συνήθιζε με τον τζουρά να παίζει

μα πάει πια καιρός, το ξύλο σάπισε, σκουριάσαν οι χορδές,

η πένα κόπηκε στη μέση .

 

iii)

Ξημερώματα πρώτης Σεπτέμβρη στη πόλη των Χανίων ·

–  Φεύγω όπως το καλοκαίρι, μέσα σε μιαν ημέρα, τους φίλους μου θα συναντήσω πέρα,

στου χρόνου το ασκέρι, μια κουκκίδα ήμουν και γω, ένα φύσημα του αέρα .

Με την ιδέα της σιωπής και της ανυπαρξίας εφίλιωσε ο νους του

για μια στιγμή

και η ψυχή του ευφράνθη .

Τέρμα τα βάσανα και η αγωνία, τέρμα η μοναξιά , τέρμα η ανία .

 

iv)

Τέσσερις παρά δέκα,

όρθιος με το σώβρακο καταμεσής της νύχτας, ο γέρος με τα λιγοστά μαλλιά και με τα σάπια δόντια .

Δεν είχε πια γυναίκα

μήτε ο τζουράς του έπαιζε

φίλοι στο πλάι δε στέκα’

Από τον κήπο ατένιζε τον δρόμο, ήσυχος δρόμος χωρίς διαβάτες.

Θυμήθηκε τη Σύλβια, ήταν δεκάξι, αυτός εικοσιδυό,

την μάζεψε απ’ το χωριό, με του παππού τ΄αμάξι,

κρυφά ένα βράδυ.

Πίσω απ΄το σκολειό, στον ελαιώνα, τα στήθη της στητά, λευκά από άγιο φως, θηλές ευωδιαστές,

σε νιων χωμάτων φρέσκο χώμα

οργώθηκαν οι ηδονές .

 

 

………………

 

 

ν)

Από τις θύμησες, και του μελλούμενου θανάτου τη σκέψη,

η ώρα πήγε έξι

κι αυτός εκεί ορθός .

Αφρός, ο,τι έκαμε

κι ο,τι δεν έκανε, καπνός.

Βήματα αργά, ένα σούρσιμο στο κράσπεδο διώχνει τους λογισμούς του και η μορφή ενός νέου που σεργιανά, στα ήσυχα στενά αυτής της πόλης.

Πλούσια κόμη, καστανή, γενειοφόρος, το τρέκλισμά του  μαρτυρά,

μητ΄άγγελος

μήτε εωσφόρος

μήτε το πνέμα ειν΄, να του κάνει συντροφιά .

 

iv)

…  και λέει και βλαστημά.

– Πάρε αυτόν τον αφελή, πιο γέρος είναι από μένα,

παρ’ τη ψυχή του την τρελή! .

 

 

 

Ο θάνατος του χασικλή φιλόλογου

 

Η κατανάλωση γραμμάτων

αυτή η ατέρμονη ασχολία

η επεξεργασία πνευμάτων

και τα φιλιά στα ψυχιατρεία

χάθηκαν ·

τα πήρε ένα φύσημα τ’ ανέμου

 

Το βάθος

πάθος- λάθος

κι ο μπάφος

σβήσαν

και καιν’ επάνω θε’ μου

 

Φωκάς .

 

 

 

 

 

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...