Νύχτα

Νύχτα

Όλοι οι δείκτες της συγκλίνουν προς μια κατεύθυνση, οι φιγούρες που παίζουν με τα χρυσαφικά της φανερώνουν εντός της μήτρας της, τις πιο απόκρυφες πλαγιές , τα χαρακώματα, διαπλέκοντας τις πιο διαβόητες τερατογενήσεις της. Οι ανάσες υγρές, παρακούσματα της γριάς Ψαλιδοκράτωρ,  προικίσματα ενός εκδικούμενου Ακάλεστου, χαϊδεύουν τις οροφές των κτηρίων , κουρνιάζουν ασθμαίνοντας στις καμινάδες των σπιτιών, φέγγισμα το φέγγισμα , κάλεσμα το κάλεσμα.

Επάνω της, μέσα της, έξω από τους πιο λαμπερούς της δορυφόρους, εδρεύει η απόλυτη σιγή, η λήθη και η αταραξία. Οι παραστάσεις της, τέκνα του σκότους , απόκληροι υιοί, τραγουδούν ανέμελα τις πιο φρικαλέες μελωδίες…. Ο πόνος ανταποδίδει

«…ο  πόνος ανταποδίδει

ο πόνος μελετάει

ο πόνος

δυστυχώς

δεν είναι μόνον πόνος… »

Οι πρώτοι έσονται έσχατοι

«…κοίτα, κοντά φορέματα

πόδια γυμνά, σαρκώδη

χείλη κόκκινα

φορέματα…»

Οι έσχατοι γελάν καλύτερα όταν γελάνε.

«…στον χορό στον χορό

στη μέθη φωλιάζω

απαλά, μέρη

στον χώρο στον χώρο…»

 

Ανάμεσα στη δύση και την ανατολή , στο χώρο το νεκρό για τα πουλιά, στον χρόνο τον νεκρό για τα φυτά και τις υποσχέσεις τους, στο χορό κάποιας Σαλώμης, όταν ο Ήλιος αποσύρεται, λάμπει έναστρη, χλωμή, με το αραβούργημα του κάλλους της πλεκτάνης της, με το μοβ των νυχιών της, με του έρωτά της το πανάρχαιο τοτέμ.

– Κοιτάξτε! Αυτό δεν πρέπει να το φάτε! Αυτό δεν πρέπει να τ’ αγγίξετε! Κοιτάξτε στο σκοτάδι, στο βάθος του θνητού θεού σας, για σας μονάχα σήμερα είναι η Νύχτα, να κοιτάξετε, να φάτε το ιερό σας ζώο, ν’ αγγίξετε το αίμα σας -.

«…γύρω απ τη φωτιά, ούγκα μπούκα

θα φάμε σήμερα καλά

παιδιά ούγκα μπούκα

θα κάνουμε με τους γονείς μας…»

 

Οι διαβάτες και οι νυχτερινοί περιπατητές ξόδεψαν πολλές βραδιές μαζί της. Πότε οι δικτυωτές καλτσοδέτες της, πότε τα μάτια της, τα υποσχόμενα δαίμονες και περισπασμούς, σπασμούς οργασμικούς και δαίμονες, πότε ο πλους των συνειρμών και πότε πότε, ο ίδιος ο Πόε, συγκάλυπταν των εραστών της την αμετροέπεια.

Την βρήκα όμως, μια φορά γυμνή, δίχως φκιασίδια, με τον πιο απαλό παλμό της, με της ευτυχίας την εξουθένωση, να με καλεί χωρίς να προσπαθεί, με τον πιο απαλό άρωμα της, το ανόθευτο από των ασελγών τα ξινισμένα χνότα, απάνω στων ενορμίσεων το ικρίωμα, φωτίσαμε μια κόρη· την είπαμε Αστήρ. ‘Αστήρ’ την είπαμε ή ‘ Ύβρις’.

‘ Ύβρις- Αστήρ’ , ‘ Ύβρις- Αστήρ’. *

 

 

 

* Αναφορά στην ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη “Μαρία Νεφέλη”  

 

Φωκάς

Author

Το "Φωκάς" του 'μεινε απ' το σχολείο. Παρ' όλα αυτά έχει γίνει τόσο δικό του, ώστε σπανίως γυρίζει το κεφάλι όταν κάποιος θα τον αποκαλέσει με το βαφτιστικό του. Είναι ένας τραγουδοποιός που είναι κοινωνικός λειτουργός, που παίζει κιθάρα, αλλά που θα 'θελε να παίζει τσέλο φορώντας κάτι ανάλαφρο, όπως για παράδειγμα σανδάλια και αμάνικες φαρδιές φανέλες μες στον Χειμώνα. Όταν κανείς δεν κοιτάει ή όταν κοιτάνε όλοι, είναι ποιητής. Κάνει παρέα με σαλιγκάρια και σκυλι(ε)ά, αλλά θα 'θελε να χει μια γάτα. Αρέσκεται στο να απαγγέλλει ποιήματα μιμούμενος τη φωνή του Εμπειρίκου και του Χριστιανόπουλου, εναλλάξ. Θα τον πετύχετε να τριγυρνάει στο Παγκράτι κρατώντας μία ναυλότσαντα Σκλαβενίτη μ' όλα του τα υπάρχοντα, σφυρίζοντας κάποιον οικείο σας σκοπό. Μην φωνάξετε "Γιώργο!", δεν θα γυρίσει...