Ένα τίποτα ζητάει να μιλήσει

Ένα τίποτα ζητάει να μιλήσει

Άκουσα τον παλμό ανάμεσα στα στήθη της,
την ευωδία που ραίνει το χαμόγελό της.
Νόμισα για μια στιγμή πως το ανεκπλήρωτο την ομορφαίνει·
μα λέξεις δεν βρέθηκαν να περιγράψουν την ομορφιά της

Φωκάς, «Στην Ι.»

Λόγος:

         I. μέσο με το οποίο οι άνθρωποι ανακοινώνουν και ανταλλάσσουν την σκέψη τους και χάρη στο οποίο προοδεύει η σκέψη και δένονται νοημοσύνη και προσωπικότητα.

         II. εργαλείο σκέψης και μέσο επικοινωνίας, ουσιαστικό στοιχείο της αμοιβαίας κατανόησης, που μ’ αυτό η σκέψη εκφράζεται και αναπτύσσεται.[1]

Άνθρωπος και λόγος. Ο άνθρωπος είναι συνυφασμένος με τον λόγο του. Η ιστορική πορεία του ανθρώπινου είδους είναι μια ιστορία λόγων. Μια ιστορία ομιλιών, μια ιστορία ονομασιών και μετονομασιών. Ο άνθρωπος δεν μιλάει μόνος του·απευθύνεται·επικοινωνεί. Σχετίζεται, συσχετίζεται. Επικοινωνεί με τον συνάνθρωπό του, τροφοδοτείται και ανατροφοδοτείται. Ο λόγος έτσι πλουτίζεται, προσαρμόζεται, μορφοποιείται ανάλογα με το πλαίσιο της επικοινωνίας.  O άνθρωπος δεν επινοεί δικές του λέξεις. Τις κληροδοτεί, τις παίρνει όπως του τις δίνουν. Με πιο σύνθετα λόγια: τίθεται υπό τον όρο μίας αυστηρά «οριοθετημένης αισθηματικής-κοινωνικής σχέσης»: η γλώσσα δεν θα μπορούσε να είναι ατομική κατάκτηση·ο λόγος είναι έργο συλλογικό, ακριβέστερα, ένα «σύστημα στοιχείων που συνδυάζονται, διασπώνται, ξαναενώνονται σε αναρίθμητους σχηματισμούς κοινής κατανόησης – αυτό μοιάζει να είναι ο λόγος, η πρόταση, η λέξη: μια κατασκευή που κρύβει κάτω από την σφαιρική λεία μορφή της τον ίλιγγο των χιλιάδων αεικίνητων συστατικών της».[2]

Βρισκόμαστε βουτηγμένοι μέσα σ’ ένα σύμπαν από λέξεις, περιτριγυριζόμαστε από ένα κόσμο ονομάτων. Διαρκώς βαπτίζουμε, αναβαπτίζουμε, συνεχώς αποδίδουμε όρους και ονόματα σε πράγματα. Η κατοχή των λέξεων μας δίνει την εξουσία των πραγμάτων. Τι θα μπορούσε να σημαίνει άραγε ένα πράγμα δίχως όνομα; Τίποτα. Το πράγμα πρέπει να εμφανιστεί, πρέπει να αποκαλύψω μέσα του εμένα. Να αφυπνίσω τη δική μου ιστορία εντός του. Η εμφάνιση του πράγματος προϋποθέτει την ονομασία του ως κάτι που έχει για μένα σημασία. Ονομάζω κάτι σημαίνει ότι το κάνω δικό μου, το ιδιοποιούμαι, εκμηδενίζω το ίδιο το πράγμα στην παρουσία του ως υπάρχον κάνοντάς το να εμφανίζεται για μένα χάρις σε μένα. Η καταστατική, η γενεσιουργός αυτή πράξη φαίνεται στο βάπτισμα των ζώων απ’ τον πρωτόπλαστο: η πρώτη ενέργεια με την οποία ο Αδάμ κατέστη κύριος των ζωών, υπήρξε το να τους επιβάλει ένα όνομα.[3] Και εις το εξής τα κατέχει.

Ο ίδιος ο λόγος όμως διάγει μια ζωή διαρκούς κινδύνου: στη προσπάθεια του να αποδώσει λέξεις στα συναισθήματα, λοξοδρομεί, πλαστογραφεί, διαστρέφει, συχνά εκχυδαΐζει. Είναι αυτή η σχιζολεκτική ιδιότητα της γλώσσας που λένε οι ειδικοί·[4] είναι αυτή η σχάση, η ανεξάλειπτη ένταση που ερίζει στον εσωτερικό πυρήνα του λόγου όποτε καμώνεται πώς μπορεί να μιλήσει επαρκώς για τα συναισθήματα.

Σταχυολογώ τα επακόλουθα ερωτήματα: Πώς τίθενται οι λέξεις απέναντι στα συναισθήματα; Μ’ άλλα λόγια, είναι ικανή η λέξη να αποδώσει το απόλυτο μέγεθος των συναισθημάτων; Πώς μπορούν να υπαχθούν στους «αναρίθμητους σχηματισμούς κοινής κατανόησης» εσώτερες καταστάσεις με τόσο ιδιαίτερο προσωπικό βάρος; Με την ίδια ευκολία που μπορώ να ονομάσω ένα σκύλο ως «σκύλο», μία γάτα ως «γάτα», ή ένα χρώμα λέγοντας ότι «αυτό το τραπέζι είναι κόκκινο», θα μπορούσα άραγε έτσι να μιλήσω για το ρίγος που νιώθω μπροστά στον άνθρωπο που είμαι ερωτευμένος; Πώς θα αφηγηθώ την οδύνη που αισθάνομαι μπρος στον θάνατο ενός αγαπημένου μου προσώπου;

Οι εμπειρίες εδώ μας ξεπερνάνε. Ή, σωστότερα, μας διαπερνάνε ξεπερνώντας μας. Το μη λεγόμενο καταδυναστεύει το λεγόμενο. Η πλημμυρίδα του ανείπωτου παρασύρει το ειπωμένο. Εδώ οι λέξεις τρομάζουν, ωχριούν, αδυνατούν να εκφράσουν το πράγμα. Εδώ το όνομα, το αποτέλεσμα δηλαδή της συνάντησης υποκειμένου και αντικειμένου, δεν είναι παρά ατελής απόδοση, μια μάταιη και ανεκπλήρωτη απόπειρα ονομάτισης του δυσκαθόριστου φορτίου που κουβαλούν οι παρορμήσεις και τα συναισθήματα. Μια προσπάθεια καταδικασμένη να επινοεί συμβατικές τυπικές υποκαταστάσεις άλλων λέξεων, άλλων συναισθημάτων την έκφραση των οποίων αδυνατούμε να επικοινωνήσουμε.

Καμία λέξη που αφορά συναισθήματα δεν είναι ακριβής. Όλες λένε κάτι που δεν έχει σχέση μ’ αυτό που θέλουμε να πούμε την στιγμή που το λέμε.

Λέω «συναισθήματα» και όχι «συναίσθημα» διότι ένα αίσθημα δεν είναι μόνο του, αποκομμένο, περιθωριοποιημένο από τα άλλα, το συναίσθημά μου είναι συναίσθημα κάτινος, είναι δηλαδή προσανατολισμένο προς ένα αποβλεπτικό πόλο, προς έναν κόσμο, προς κάποιον Άλλον, ή προς κάτι άλλο, κι είναι αυτή η πολλαπλότητα, αυτή η πληθωρικότητα τού κάθε αισθήματος που κάνει ακόμα μεγαλύτερη την αναντιστοιχία ανάμεσα σ’ αυτό και στην λέξη που το εκφράζει. Βρισκόμαστε ενώπιον ενός αδιεξόδου; Η αναζήτηση του εαυτού μου εμφανίζεται σαν ένα ποτάμι που ρέει, ρέει, ρέει ακατάπαυστα χωρίς όμως να πηγάζει ούτε και να εκβάλλει πουθενά αλλά να χύνεται διαρκώς μέσα στα ίδια του τα νερά.

Η περιοριστική φύση των λέξεων θα πρέπει να μάς κάνει να επανεξετάσουμε τις δυνατότητες που μάς προσφέρουν οι λέξεις, και, κυρίως, το τι μένει ανέκφραστο εξαιτίας των λέξεων. Αλλιώς διατυπωμένα ο παραπάνω προβληματισμός θα μπορούσε να τεθεί ως η ακόλουθη επιταγή: να βρούμε λέξεις, να βρούμε μελωδίες, να βρούμε εκφράσεις για τον έρωτα, τον πόνο, τη συγκίνηση, την οργή. Να αναζητήσουμε τρόπους εκφοράς του ανήκουστου λόγου.

Η αρχέγονη αυτή πάλη με το ανείπωτο γεννά την Τέχνη. H τέχνη έρχεται για να εννοήσει τη σιωπή, να εννοήσει το κενό, να διατυπώσει την κενότητα στην οποία ερείδεται κάθε γλώσσα, άπαξ και αξιώνει να πει κάτι για τα συναισθήματα. O εμπειρικός κόσμος παρουσιάζεται ως ένα «κείμενο» το οποίο αναζητά το δικό του λόγο. Η έκφραση αυτού του κειμένου είναι ο δρόμος της Τέχνης.

Να θυμηθούμε εδώ τον Καβάφη:

Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.
Δεν έχω εγκαρτέρησι καμιά.
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάπως ξέρεις από φάρμακα·
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.

Είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι.—
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,
που κάμνουνε —για λίγο— να μη νοιώθεται η πληγή.[5]

Είναι η Ποίηση που προσφεύγει ο Αλεξανδρινός για να ελαφρύνει τις πληγές του. Είναι η δύναμη του Χορού που κάνει τις Μαινάδες στην αρχαία Ελλάδα να συνεπαίρνονται πιστεύοντας ότι έτσι «ζουν με τον θεό».[6] Είναι η Μουσική που καταφέρνει να ημερώσει τη ψυχή του Schopenhauer, αυτού του μέγα πεσιμιστή της δυτικής σκέψης που ενοχλητικά επαναλάμβανε ότι η ζωή μας δεν είναι παρά ένας άγριος, ανεξέλεγκτος αγώνας, πάντα ανικανοποίητος, που θα μας παρορμά αέναα ενάντια σε κάθε αρχή προς μία ακόρεστη αναζήτηση του ανέφικτου. Η τέχνη κατευνάζει, η τέχνη συμφιλιώνει, η τέχνη μας βοηθά να δαμάσουμε αυτόν τον μάταιο αγώνα: «θα έχουμε βρει με μιας αυτή την ανάπαυση που αναζητούσαμε αδιάκοπα και που πάντα μας έφευγε· θα είμαστε ολότελα ευτυχείς»[7] λέει ο εξημερωμένος πλέον Schopenhauer.

Η τέχνη είναι σε θέση να αγγίξει το έσω πυρ. Η τέχνη χαρίζει στην πυρίκαυστη λάβα των συναισθημάτων λέξεις, φωνή, μελωδίες, κίνηση. Η τέχνη· ειδάλλως, η σιωπή. Η ομιλούσα σιωπή, η σημαίνουσα σιωπή. Η σιωπή εννοημένη ως «η παύση της ορχήστρας» πριν αρχίσει εκ νέου η μουσική. Η σιωπή ιδωμένη ως η θεμελιώδης δυνατότητα, που αντί να υποβιβάζεται σε αποτυχία του λέγειν, αντιθέτως αναβιβάζεται σε ένα ακόμη πιο ριζικό λέγειν, μια ενισχυμένη επιταγή αποδεσμευμένη από τους νόμους της παράστασης-απάντησης και εξισώνει τους ομιλητές στη βίωση μιας κοινής εμπειρίας. Η σιωπή μιλάει ανυπόκριτα για τον έρωτα, η σιωπή  χλευάζει τις μάταιες προσπάθειες του συμβατικού λέγειν να πει αυτό που δεν λέγεται. Η σιωπή είναι η σύμπτωση του ασύμπτωτου, η ανυπόκριτη δυνατότητα που εξοβελίζεται ως η ανεπιθύμητη πιθανότητα.

Τέχνη και Σιωπή ώστε να σκεφθούμε το ακατανόμαστο του λέγειν, να στοχαστούμε πάνω στην ίδια τη φύση του λέγειν διερευνώντας αυτό που μένει ανείπωτο εξαιτίας του λέγειν. Αμφότερες πλουτίζουν την χρεοκοπημένη κοινή εμπειρία της συμβατικής επικοινωνίας. Αμφότερες προκαλούν ένα οντολογικό ρήγμα στα θεμέλια της καθημερινής επικοινωνίας αναδεικνύοντας τη φυσική της ασυνέπεια προς την έκφραση των αισθημάτων. Αμφότερες εγκαθιδρύουν νέες σημασίες για να πουν αυτό που δεν έχει ακόμα ειπωθεί, για να εμφανίσουν το αθέατο, το αόρατο, διανοίγοντάς τα σε έναν άλλο νέο ορίζοντα, όπου τα πράγματα αναδύονται με καινούργιο νόημα.

Ν.Σ.

Σημειώσεις:

[1] Γιώργος Χειμωνάς,  Έξι μαθήματα για τον Λόγο, Αθήνα, Ύψιλον, 1984, 13.

[2] Ό.π.

[3] Maurice Blanchot, Η Λογοτεχνία και το δικαίωμα στο θάνατο, (μτφρ.-σημ. Νίκ. Ηλιάδης), Αθήνα, Futura, 2003, 37.

[4] Γιώργος Χειμωνάς, ό.π., 43 κε.

[5] Κ.Π. Καβάφης, «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Kομμαγηνή· 595 μ.X.»: Ποιήματα 1897-1933, (επιμ. Γ.Π. Σαββίδης), Αθήνα, Ίκαρος,1984.

[6] E.R. Dodds, Οι Έλληνες και το παράλογο, (μτφρ. Γ. Γιατρομανωλάκης), Αθήνα, Καρδαμίτσα, 1996, 167.

[7] Taylor, Charles, Πηγές του εαυτού. Η γένεση της νεωτερικής ταυτότητας [1989], (μτφρ. Ξεν. Κομνηνός), Αθήνα, Ίνδικτος, 2007, 721.

Author

Οι φίλοι μου σαλιγκραφείς συχνά μου λένε ότι μοιάζω με γυναίκα· θα 'λεγα ότι βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον σε αυτή την αοριστία. Ο σκύλος μου απ' την άλλη, με κοροϊδεύει ότι είμαι αδέξιος και ενίοτε κοινωνικά απροσάρμοστος. Ίσως, γι' αυτό και όταν μιλάω κουνάω γρήγορα τα χέρια μου χτυπώντας καταλάθος τους διπλανούς μου. Η ευθύνη μου ως σαλιγκραφέας συνοψίζεται στο να λέω ψέμματα και να βάζω άνω τελείες· η άνω τελεία συμπυκνώνει την ποιητική μου θεωρία. Απ' την άλλη μισώ τα greeklish και τα μηχανάκια, ιδίως δε, όταν αυτά με προσπερνάνε από δεξιά. Η λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι η αγαπημένη μου.-