Ιδεολογία, τέχνη και λαϊκή αγορά

Ιδεολογία, τέχνη και λαϊκή αγορά

 

Αργός περιπατητής […] ακολουθών

 των φευγαλέων σκέψεών μου τον ειρμόν,

βυθισμένος εις τα σκότη των κενών ονείρων μου.

Μ. Μητσάκης, Ομιλίαι του δρόμου

Στον flâneur της οικουμένης, Δημοσθένη

 

Σε πείσμα της παγκοσμιοποιημένης οικονομικής πολιτικής των δυτικών κρατών, οι λαϊκές αγορές αποτελούν μια εναλλακτική πρόταση για εμπορικές συναλλαγές. Σθεναρά αντιστεκόμενες στο μονοπώλιο των πολυεθνικών και των υπεραγορών και αφήνοντας στην άκρη τους διάφορους μεσάζοντες έρχονται με εμφατικό τρόπο να διαψεύσουν την ηθική αρχή ότι «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Καταχωνιασμένες στις παρυφές των μεγαλουπόλεων, οι λαϊκές αγορές αποτελούν μια συμφέρουσα λύση για τον καταναλωτή που επιθυμεί να ξοδέψει τα χρήματά του σε τιμές ελκυστικές και σε προϊόντα ποιοτικά προερχόμενα απευθείας απ’ τους παραγωγούς. Διεκδικώντας τη ληξιαρχική πράξη δημιουργίας τους στα καλντερίμια των πολυμήχανων ναπολιτάνων της αρχαιότητας, η ιδέα για τη θεσμοθέτηση και καθιέρωσή τους στα ελληνικά πράγματα παρατηρείται περί το 1929 και αποδίδεται στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Παρά τη γκρίνια των επίμονα διαμαρτυρόμενων επαγγελματικών οργανώσεων, η υποστήριξη και η αγάπη για τη λαϊκή ήταν πάνδημη. Το Σάββατο 18 Μαΐου 1929, είναι η ημερομηνία που επισημοποιείται η λειτουργία των λαϊκών αγορών στην ελληνική πραγματικότητα με τους πρώτους πάγκους να στήνονται στην πλατεία Θησείου. Τα στιχάκια του Γεώργιου Πωπ φαίνεται να σκαρώθηκαν για εκείνη την μέρα: Θα πας εις το Θησείον μόλις φέξη/ ή μόνος ή μετά παρέας/ και πριν ακόμη πης μια λέξι /θα παίρνης ζαρζαβατικά και κρέας.

 

 

Οι πατάτες, οι αγκινάρες, τα φρέσκα κρεμμυδάκια, το πολύμορφο πλήθος που εκτείνεται με φόντο τον ναό του Παρθενώνα και κοσμούν την αναμνηστική φωτογραφία της αγοράς του Θησείου μας δείχνουν ότι οι ιδεολογικές προεκτάσεις μιλούν μονάχα εν μέρει για την αξία του θεσμού αυτού· τα λαϊκά παζάρια είναι μια ζωντανή, δυνάμει καλλιτεχνική πραγματικότητα μέσα στην καρδιά του άστεως: σπάνια μπαχάρια, πολύχρωμα ζαρζαβατικά, εξωτικά φρούτα, ξηροί καρποί και ελιές, ψάρια και αλιεύματα, ξεδιπλώνουν τον οπτικό τους δυναμισμό προσφέροντας στον διαθέσιμο διαβάτη να δει ένα γιγαντιαίο πίνακα νεκρής φύσης.

 

 

Απομακρυνόμενος απ’ την ενοχλητική τύρβη των μεγαλουπόλεων με τις κόρνες και τα καυσαέρια, ο αργόσχολος διαβάτης βρίσκει στις λαϊκές αγορές την απολεσθείσα αγνότητα της υπαίθριας ζωής, την κρυμμένη ποιητικότητα της απλής καθημερινότητας:

 

«Εδώ μπανάνα, εδώ μπανάνα

που χάνει το παιδί τη μάνα,

εδώ βερίκοκα, εδώ κοντούλες

για κυράδες και για δούλες

 

Εδώ πεπόνι, εδώ πεπόνι

το τρώει ο γέρος και ξανανιώνει,

 

εδώ γιαρμάδες, εδώ αχλάδια

τα τρως, δε θέλεις φιλιά και χάδια»

 

Ο σεσημασμένος παρατηρητής βραδυπορεί σκόπιμα ώστε να στοχαστεί στα ερεθίσματα που λαμβάνει· η διαρκής εναλλαγή του οικείου με το ανοίκειο τον γοητεύει. Πρόθυμος να ακούσει και να αφουγκραστεί τις ιστορίες των μικροπωλητών, αποκρυπτογραφεί τις τολμηρές μεταφορές προσδίδοντάς τους το ερμηνευτικό βάρος που τους αναλογεί: πεπόνια να θεραπεύουν τη στυτική δυσλειτουργία, γιαρμάδες και αχλάδια που φέρουν την ερωτική αμεριμνησία, βερίκοκα, κοντούλες να οδηγούν στην αταξική κοινωνία και μπανάνες που απειλούν τη γονεϊκή σημειολογία.

Βούτυρο στο ψωμί του φιλοπερίεργου πλάνητα, ο οποίος, σπεύδοντας βραδέως, αγωνιά για εικόνες, σύμβολα και ήχους που ο ιλιγγιώδης ρυθμός της καθημερινότητας του άστεως εμφατικά του στερεί. Πρόκειται για πράξη πολιτική, βαθειά επαναστατική: ο δίχως-σκοπό περιπλανώμενος διαβάτης εδραιώνει μια αυτοσχεδιαστική, προσωπική σχέση με τον χρόνο σε ευθεία αντίθεση με το βλακώδες σύνθημα «ο χρόνος είναι χρήμα» και τα φυσικά συνεπαγόμενα αυτού: αυτοματισμός, φρενήρης παραγωγή προϊόντων, τυποποίηση αισθημάτων και αντιδράσεων.

Ποικιλόμορφο πλήθος ανθρώπων, βόμβοι από κρότους συγκρουόμενων ποτηριών και μετρουμένων κερμάτων, βοή συναλλαγών, μπακαλοπαίδια που διαλαλούν το εμπόρευμα και η βαριά οσμή σαρδέλας και τυριού να διαποτίζει το χώρο, συμπληρώνει το πολύπτυχο κάδρο του ζωντανού καλλιτεχνήματος της λαϊκής αγοράς. Ο ετοιμοπόλεμος περιπατητής δεν έχει παρά να αποδεχτεί την πρόκληση εξουσιοδοτώντας τις αισθήσεις του.

 

Ν.Σ.

 

*η φωτογραφία: «Η ΕΛΛAΔΑ ΤΟΥ ΜOΧΘΟΥ, 1900-1960. ΣΥΛΛΟΓH ΝIΚΟΥ ΠΟΛIΤΗ», ΕΚΔ. ΡΙΖΑΡΕIΟΥ ΙΔΡYΜΑΤΟΣ-ΙΔΡYΜΑΤΟΣ ΣΤAYΡΟΥ ΝΙAΡΧΟΥ

 

Author

Οι φίλοι μου σαλιγκραφείς συχνά μου λένε ότι μοιάζω με γυναίκα· θα 'λεγα ότι βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον σε αυτή την αοριστία. Ο σκύλος μου απ' την άλλη, με κοροϊδεύει ότι είμαι αδέξιος και ενίοτε κοινωνικά απροσάρμοστος. Ίσως, γι' αυτό και όταν μιλάω κουνάω γρήγορα τα χέρια μου χτυπώντας καταλάθος τους διπλανούς μου. Η ευθύνη μου ως σαλιγκραφέας συνοψίζεται στο να λέω ψέμματα και να βάζω άνω τελείες· η άνω τελεία συμπυκνώνει την ποιητική μου θεωρία. Απ' την άλλη μισώ τα greeklish και τα μηχανάκια, ιδίως δε, όταν αυτά με προσπερνάνε από δεξιά. Η λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι η αγαπημένη μου.-