Ο λιαζόμενος σκύλος

Ο λιαζόμενος σκύλος

Κοιμάμαι μετά βίας τις τελευταίες μέρες. Ακόμη και όταν αποκοιμάμαι, κάποιος εφιάλτης με αγκαλιάζει σφιχτά μετατρέποντας τον ύπνο μου σε μαρτυρική διαδικασία. Με αξιοθαύμαστη συνέπεια, λες και είμαι κουρδισμένο ξυπνητήρι, κάθε μέρα, γύρω στις 6 το πρωί, ξυπνάω απότομα και γράφω σε ένα μπλοκ σημειώσεων τους αλλόκοτους κόσμους που συναντώ στα όνειρα μου. Όταν τελικώς σηκώνομαι, αντιγράφω σε ένα άλλο καινούργιο χαρτί (πάντα σε β΄ ενικό) τις σκόρπιες λέξεις και τις φράσεις της προηγούμενης νύχτας αναβιώνοντας τον εφιάλτη:

«Περπατάς αργά, νωχελικά, βρίσκεσαι μόνος σ’ ένα κατάφυτο δάσος, ψάχνοντας τον δρόμο που οδηγεί στην παραλία. Επικρατεί απέραντη ησυχία. Σέρνεις τα βαριά σου βήματα· κάθεσαι στο μαλακό χώμα και γέρνεις να ξεκουραστείς στη ρίζα ενός πελώριου δέντρου. Νιώθεις πλήρης· αφουγκράζεσαι τις μυρωδιές των δέντρων, την οσμή του βρεγμένου χώματος, ακούς τον θόρυβο απ’ τις φυλλωσιές. Μέσα στη γενική γαλήνη, ολάκερο το δάσος σου φαίνεται ακίνητο, άχρονο, παγωμένο· δεν είσαι σε θέση ν’ ακούσεις ούτε την ανάσα σου. Παραδομένος σε αυτή την ηρεμία, ακούς τους βαθύς ήχους μουσικού οργάνου που δεν μπορείς να προσδιορίσεις την προέλευση του, αλλά ξέρεις ότι έρχονται από κάπου κοντά σου. Στρέφεις προς τα πάνω το κεφάλι σου και βλέπεις στην κορυφή του δέντρου που έχεις γείρει, ένα μαύρο κοράκι να σαλπίζει μία χρυσή τρομπέτα. Σε πιάνει μία κατάφορη ανησυχία. Οι ήχοι που βγαίνουν απ’ την τρομπέτα δεν είναι καθόλου ήχοι τρομπέτας· είναι επιθανάτιοι κρωγμοί αναμιγνυόμενοι με τσιριχτές γυναικείες φωνές και άναρθρες κραυγές. Απελπίζεσαι, φοβάσαι, και αρχίζεις να τρέχεις, να τρέχεις γρήγορα προς την παραλία όπου δεν ξέρεις όμως τον δρόμο· βγάζεις τα παπούτσια σου για να τρέξεις πιο γρήγορα· οι πατούσες σου ματώνουν εσύ όμως συνεχίζεις, ψάχνεις απεγνωσμένα να σωθείς, οι ενοχλητικές φωνές όμως ηχούν, ηχούν διαρκώς στο κεφάλι σου, σε ταράζουν, σε γονατίζουν, σε απελπίζουν…»

Εκείνη τη μέρα σηκώθηκα μ’ ένα ψυχρό ρίγος να με διαπερνά. Βημάτιζα μέσα στο σαλόνι πέρα δώθε, κάτω απ’ το βάρος ενός αδιευκρίνιστου φόβου. Το καθετί ερέθιζε τα νεύρα μου, το σπίτι μου, οι φίλοι μου, η μουσική ― όλα. Πήρα όμως την απόφαση, μπήκα στο σαλόνι να φτιάξω τον καφέ, μπας και ξεκινήσω να δουλεύω. Μονάχα η παρουσία του σκύλου μου με ηρεμούσε. Τον έβλεπα να ‘χει βουλιάξει ανάσκελα στον δερμάτινο καναπέ και να ρουθουνίζει ξέγνοιαστα, ξυπνώντας σιγά σιγά από μία νύχτα αβασάνιστη, χωρίς όνειρα και εφιάλτες.

Αυτό έγινε χθες, σήμερα νιώθω ελαφρώς καλύτερα γι’ αυτό και χαίρομαι που μπορώ να σου μεταφέρω τις σκέψεις μου. Αυτή τη στιγμή που στα λέω (είναι ηλιόλουστο πρωί· ο καφές αχνίζει ακόμη στη κούπα μου) έχω παρατήσει στη μέση την εργασία για τη Radcliffe και τον Maupassant. Βασανίζοντας τον εαυτό μου να περιγράψει με τις πιο εύγλωττες λέξεις τους θεματικούς άξονες για αυτό που γράφω, γυρνώ αργά και εξεταστικά το βλέμμα στο παράθυρο· όπως ξέρεις, δεν μπορώ να διαβάζω με την ιδέα της ηλιόλουστης μέρας, γι’ αυτό τον λόγο, έχω κλείσει το πατζούρι και έχω αφήσει τον αγαπημένο μου ανακριτικό κόκκινο λαμπτήρα να φωτίζει τα απειράριθμα χαρτιά με σημειώσεις, τους πολύχρωμους σελιδοδείκτες, και τα άξυστα μολύβια που βρίσκονται σκόρπια στο γραφείο μου. Εις μάτην! Οι ακτίνες του ήλιου μπαίνουν αδιάκριτα απ’ τις γρίλιες. Αυτές οι ενοχλητικές δέσμες φωτός ευθύνονται για την κατάφορη ανησυχία στη ψυχή μου υπενθυμίζοντάς μου την νοσταλγία για τον χαμένο χρόνο.

Γυρνάω αστραπιαία στα χαρτιά μου, αποφασισμένος να συνεχίσω να δουλεύω. Διαβάζω: «ο τρόμος στον Maupassant δεν είναι αποτέλεσμα εξωτερικών, υπερφυσικών παραγόντων, όσο η προβολή ενός νευρασθενικού εγώ πάνω στα πράγματα»· ψιθυρίζω: νευρασθένεια, ήλιος, κλειστά πατζούρια, εφιάλτες με κοράκια. Το παίρνω απόφαση και ανοίγω την μπαλκονόπορτα· η εικόνα ωστόσο που είδα με γέμισε με ακόμα περισσότερες απορίες και ενδοιασμούς για την κατάστασή μου:  Ο σκύλος μου είχε γείρει, απλώνοντας το βρώμικο πλην όμως μαλακό κορμί του κατά μήκος του μπαλκονιού απολαμβάνοντας την ηλιόλουστη μέρα, ξεκουράζοντας τη ψυχή του απ’ τις έγνοιες της ζωής και τις ιδιοτροπίες του αφεντικού του. Ο σκύλος, νωχελικός και μακάριος απ’ την άνεση μιας σκυλίσιας, οικόσιτης ζωής, παραδομένος στις πυρίκαυστες ακτίνες του καλοκαιρινού ήλιου, δεν γύρισε καν να με κοιτάξει σαν να περιφρονούσε σιωπηλά τον οικειοθελή εγκλεισμό ανάμεσα σε χαρτιά, βιβλία, εφιάλτες και κόκκινους λαμπτήρες.

Και σε ρωτάω, τι σημασία έχουν όλα αυτά; Για ποιο λόγο να αντιμετωπίζω καθημερινά τέτοιους εφιάλτες, οδυνηρούς καρπούς της αγχωτικής ζωής μου; Για ποιο λόγο διαβάζουμε, “μορφωνόμαστε”, μένουμε ξάγρυπνοι πάνω από βιβλία πίνοντας τον ένα καφέ μετά τον άλλο; Μου λες, ακόμα κ’ έτσι, ακόμη και υπό αυτές τις συνθήκες, να ψάξω για το νόημα, να το ψάξω μέσα μου βαθειά για να το βρω και να το ανασύρω, μα συχνά αναρωτιέμαι για ποιο νόημα μιλάς, όταν δεν υπάρχει νόημα, όταν το νόημα διαχέεται στις πιο ασήμαντες φαινομενικά υπάρξεις, στην έσχατη πτυχή των λιγότερο σκεπτόμενων όντων; Τίποτα πια, τί-πο-τα! Καμία ανεύρεση νοήματος, καμία αναζήτηση για αυτό.

Την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, σε κάποιο άλλο μέρος θα άκουγα με όλη μου τη ψυχή και όλες τις αισθήσεις μου, τους γλάρους να τσιρίζουν, τα χάδια του ανέμου πάνω στα θροΐζοντα φύλλα, τα κύματα να παφλάζουν πάνω στα βράχια· εγώ λοιπόν, υπό αυτές τις συνθήκες, μυρίζοντας τις οσμές των θαλασσόδαρτων κέδρων, θα ατένιζα τη φύση σιωπηλός και θα διάβαζα ανενόχλητος Μπαλζάκ, Τόμας Μαν, ή Καραγάτση, και θα έγραφα ένα άλλο γράμμα πάνω στη πετσέτα της θαλάσσης, με τον ήλιο να καίει τη μαυρισμένη μου ράχη. Δεν θα με ενδιέφερε ο παραλήπτης, δεν θα με ένοιαζε κανείς. Θα έκλεινα το γράμμα σ’ ένα μπουκάλι και θα το πετούσα να χαθεί στο βυθό της θάλασσας. Τότε, σε μια άλλη εποχή, σε ένα άλλο μέρος μπορεί αυτή η σκέψη μίας απόκοσμης ασύνειδης ζωής να έπιανε τόπο ― να έβρισκε παραλήπτη.

Μέχρι όμως να γίνει αυτό, απάντησέ μου: θα μπορέσουμε να φτάσουμε  ποτέ την μακαριότητα της ασυνειδησίας, αυτήν την παιδική αφέλεια, την τρυφερή νωχελικότητα του αμέριμνου και λιαζόμενου σκύλου ή θα πνιγούμε μέσα στην συνειδητότητα των παθών;

Καρτερώ μια απάντηση· ή την παρουσία μου κάτω από ένα κέδρο.

 ΝΣ

Άνοιξη, 2017.

Author

Οι φίλοι μου σαλιγκραφείς συχνά μου λένε ότι μοιάζω με γυναίκα· θα 'λεγα ότι βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον σε αυτή την αοριστία. Ο σκύλος μου απ' την άλλη, με κοροϊδεύει ότι είμαι αδέξιος και ενίοτε κοινωνικά απροσάρμοστος. Ίσως, γι' αυτό και όταν μιλάω κουνάω γρήγορα τα χέρια μου χτυπώντας καταλάθος τους διπλανούς μου. Η ευθύνη μου ως σαλιγκραφέας συνοψίζεται στο να λέω ψέμματα και να βάζω άνω τελείες· η άνω τελεία συμπυκνώνει την ποιητική μου θεωρία. Απ' την άλλη μισώ τα greeklish και τα μηχανάκια, ιδίως δε, όταν αυτά με προσπερνάνε από δεξιά. Η λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι η αγαπημένη μου.-