ολα τα κειμενα >

Ποιήματα Φιλοξενία στο καβούκι

Paul Verlaine, Κρόνια ποιήματα [Poèmes Saturniens (1866)]

Πεζά

Μπλε κουβέρτα

Σημειώματα

Τα ανεκτέλεστα έργα

Πεζά

Έτσι αισθάνονται οι διάσημες;

Ποιήματα Φιλοξενία στο καβούκι

Έφη Αρμένη, Τρία Ποιήματα

Πεζά

Ένα καροτσάκι χωρίς μωρό

Ποιήματα

/_/

Πεζά

Πεζά Φιλοξενία στο καβούκι

Λικέρ Μπανάνα

Πεζά Φιλοξενία στο καβούκι

Το άξιον Nestea

Πεζά

Πεζά Φιλοξενία στο καβούκι

οι παραθεριστές

Ποιήματα

Πού άφησες το παιδί, Γωγώ;

Πεζά

Τρίλιζα

Σημειώματα Φιλοξενία στο καβούκι

Επετειακότητα και τέχνη

Ποιήματα Φιλοξενία στο καβούκι

Γιώργος Ματαλιωτάκης, Τρία Ποιήματα

Σημειώματα

Ποιήματα

Τι δουλειά έχει στο κρεβάτι μας ο πεθαμένος

Σημειώματα

Πεζά

Ένα σχόλιο

ολες οι εκδηλωσεις >

ολα τα περιοδικά >

instagram

facebook

Comments Box SVG iconsUsed for the like, share, comment, and reaction icons

[ Ωραία παιδιά κατάχαμα κυλάει
το πιο ωραίο ρόδο απ' το στεφάνι σας.
Αδράξτε κάθε τι που προσπερνάει
μα αν σε βιτρίνα εμπρός βρεθεί η χάρη σας
ή σε γκισέ φυλάξτε το τομάρι σας.
Θυμάστε Κόλε Ντε Καγιέ τον λέγανε
το άσυλο εμπιστεύτηκε ναι σαν κι εσάς,
σημάδεψε ο μπάτσος και τον ξέκανε.
Θυμάστε Κόλε Ντε Καγιέ τον λέγανε.

Παιχνίδι ειν' η ζωή μα όχι για ψιλά
χάνεται η ψυχή κι ίσως το σώμα.
Αν χάσετε δεν έχει θέση εκεί ψηλά
ποιο μπαρ θα σε δεχτεί αν είσαι λιώμα;
Μα κι αν κερδίσετε θα `ναι μια ακόμα
γυναίκα που λαμπάδιασε σαν άχυρο
για μια μονάχα νύχτα σας το λέω μα
για τόσα λίγα κρίμα τέτοιο ενέχυρο.
Γυναίκα που λαμπάδιασε σαν άχυρο... ]
... περισσότεραλιγότερα

[ Ωραία παιδιά κατάχαμα κυλάει
το πιο ωραίο ρόδο απ το στεφάνι σας.
Αδράξτε κάθε τι που προσπερνάει
μα αν σε βιτρίνα εμπρός βρεθεί η χάρη σας
ή σε γκισέ φυλάξτε το τομάρι σας.
Θυμάστε Κόλε Ντε Καγιέ τον λέγανε
το άσυλο εμπιστεύτηκε ναι σαν κι εσάς, 
σημάδεψε ο μπάτσος και τον ξέκανε.
Θυμάστε Κόλε Ντε Καγιέ τον λέγανε.

Παιχνίδι ειν η ζωή μα όχι για ψιλά
χάνεται η ψυχή κι ίσως το σώμα.
Αν χάσετε δεν έχει θέση εκεί ψηλά
ποιο μπαρ θα σε δεχτεί αν είσαι λιώμα;
Μα κι αν κερδίσετε θα `ναι μια ακόμα
γυναίκα που λαμπάδιασε σαν άχυρο
για μια μονάχα νύχτα σας το λέω μα
για τόσα λίγα κρίμα τέτοιο ενέχυρο.
Γυναίκα που λαμπάδιασε σαν άχυρο... ]

// Μπλε κουβέρτα //

Λίγο πριν αποφασίσουμε πως το κορίτσι μας τελικά θα κοιμότανε στο χωλ —ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα του σπιτιού—, προέκυψαν δεκάδες αστερίσκοι.
Αρχικά, στο σημείο αυτό γινόταν τρομερά ανήσυχη με όλα τα μπες-βγες μας: η ουρά μαστίγωνε το μαξιλάρι χαρωπά στο γύρνα και στο φευγιό σηκώνονταν τα αφτιά της δορυφόροι. Έπειτα εκεί, στο διάδρομο του χωλ, την χάναμε απ’ τα μάτια μας, αν είχαμε ξεμείνει στην κουζίνα· και στο σαλόνι είχαμε χρόνια άσπρο χαλί και το ‘χε μάθει, δεν πολυπατούσε. Τελοσπάντων, πολλά μας προβλημάτιζαν για το σημείο ανάπαυσης, δεύτερες σκέψεις, δισταγμοί. Μα πιο συχνά απ’ όλα υπολογίζαμε εκείνο το κενό, ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα, που έμπαζε αέρα: τι θα γινότανε μ’ αυτό στα κρύα του χειμώνα; Ε, το τι ιδέες κατέβαζες δεν λέγεται. Ρε τι χαλάκια, τι μαξιλάρια, τι κουβερτάκια και προστατευτικά, με όλα επανδρώσαμε την σκυλοφωλιά της, μην κρυώσει, μην σκιαχτεί, προπάντων να μην πει πως δεν σκεφτήκαμε. Κι όταν ήρθε εν τέλει ο χειμώνας, έτσι φασκιωμένη όπως την βλέπαμε στη μπλε της την κουβέρτα, λέγαμε «να δεις που όλα καλά τα αναλύσαμε κι ο σκύλος είναι εντάξει».
Και πράγματι φαινόταν ευτυχής. Ζεστή και φαγωμένη, ευώδιαζε φρεσκάδα ωκεανού το σαββατόβραδο και, να σου πω, αν με ρωτάς, παρηγοριά (κατά το δυνατόν) παρείχαμε στους αποχωρισμούς της. Και πρώτος ντελάλης χρίστηκε για όλες τις αφίξεις· ζωή χαρισάμενη.
Γι’ αυτό κι εγώ απόψε ψάχνω μανιασμένα —στα πράγματά σου όλα τα παλιά— μήπως και βρω αυτή την γαμημένη μπλε κουβέρτα. Και τη δική μου πόρτα, μάνα, πια μπαλώσω. Μη φτάνει άλλο το κρύο κατά πάνω μου· από το σπίτι που μεγάλωσα, στο σπίτι που επιστρέφω.

*σόφι. λ
... περισσότεραλιγότερα

// Μπλε κουβέρτα // 

Λίγο πριν αποφασίσουμε πως το κορίτσι μας τελικά θα κοιμότανε στο χωλ —ακριβώς πίσω απ’ την πόρτα του σπιτιού—, προέκυψαν δεκάδες αστερίσκοι.
Αρχικά, στο σημείο αυτό γινόταν τρομερά ανήσυχη με όλα τα μπες-βγες μας: η ουρά μαστίγωνε το μαξιλάρι χαρωπά στο γύρνα και στο φευγιό σηκώνονταν τα αφτιά της δορυφόροι. Έπειτα εκεί, στο διάδρομο του χωλ, την χάναμε απ’ τα μάτια μας, αν είχαμε ξεμείνει στην κουζίνα· και στο σαλόνι είχαμε χρόνια άσπρο χαλί και το ‘χε μάθει, δεν πολυπατούσε. Τελοσπάντων, πολλά μας προβλημάτιζαν για το σημείο ανάπαυσης, δεύτερες σκέψεις, δισταγμοί. Μα πιο συχνά απ’ όλα υπολογίζαμε εκείνο το κενό, ανάμεσα στην πόρτα και το πάτωμα, που έμπαζε αέρα: τι θα γινότανε μ’ αυτό στα κρύα του χειμώνα; Ε, το τι ιδέες κατέβαζες δεν λέγεται. Ρε τι χαλάκια, τι μαξιλάρια, τι κουβερτάκια και προστατευτικά, με όλα επανδρώσαμε την σκυλοφωλιά της, μην κρυώσει, μην σκιαχτεί, προπάντων να μην πει πως δεν σκεφτήκαμε. Κι όταν ήρθε εν τέλει ο χειμώνας, έτσι φασκιωμένη όπως την βλέπαμε στη μπλε της την κουβέρτα, λέγαμε «να δεις που όλα καλά τα αναλύσαμε κι ο σκύλος είναι εντάξει».
Και πράγματι φαινόταν ευτυχής. Ζεστή και φαγωμένη, ευώδιαζε φρεσκάδα ωκεανού το σαββατόβραδο και, να σου πω, αν με ρωτάς, παρηγοριά (κατά το δυνατόν) παρείχαμε στους αποχωρισμούς της. Και πρώτος ντελάλης χρίστηκε για όλες τις αφίξεις· ζωή χαρισάμενη.
Γι’ αυτό κι εγώ απόψε ψάχνω μανιασμένα —στα πράγματά σου όλα τα παλιά— μήπως και βρω αυτή την γαμημένη μπλε κουβέρτα. Και τη δική μου πόρτα, μάνα, πια μπαλώσω. Μη φτάνει άλλο το κρύο κατά πάνω μου· από το σπίτι που μεγάλωσα, στο σπίτι που επιστρέφω.

*σόφι. λ

// Ρολά //

Για τα ρολά που κατεβάζω ολοένα
είναι υπέρτερες δυνάμεις που τ’ ορίζουν
κι αν λέω το λάμδα ως οι βόρειοι συνηθίζουν
κολλάει η γλώσσα μου συχνά στα περασμένα

είπαν οι φίλες σου: «τι ανάγωγος που ήταν»
«άντρας αδούλευτος, απλά χαμένος χρόνος»
Άλλες –γνωρίζοντας– απόσχιση το βρήκαν
άλλοι πως πέρναγε απ’ τον Ερμή ο Κρόνος

Για τα ρολά που κατεβάζω όταν φωνάζεις,
ένα να ξέρεις σου χρειάζεται μονάχα
ανοίγουν μόνο από μέσα κι ας στενάζεις
κι ειν’ το λουρί χρόνια κομμένο απ’ την αγκράφα

Κι όταν θα έχω τα ρολά ανεβασμένα,
μην το νομίσεις πως ποτέ μου θα βγω έξω,
μόνο λιγάκι το ποδάρι μου θα βγάζω
να δοκιμάζω το νερό και τους ανθρώπους

Έχω διαλέξει φορεσιά μου τα ρολά,
ίσα να σώζομαι από όντα σαν κι εσένα
Κι όσο αργά θα κάνω πέτσα τα ρολά,
εσύ τι κρίμα που δεν μ’ άγγιξες το δέρμα

Διγ.
... περισσότεραλιγότερα

Να ευλογούμε πού και πού τα γένια μας.

Στις 16.12 κάνει πρεμιέρα ―για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά― η παράσταση «Όνειρα Γλυκά» το κείμενο της οποίας έχει γράψει ο φίλος και συνεργάτης του Σαλιγκαριού Μιχάλης Μαλανδράκης. Η παράσταση ανεβαίνει στο θεάτρο «ΠΟΛΗ - Δάνης Κατρανίδης» και θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Ιανουαρίου 2025.

Κάποιες πληροφορίες για την παράσταση:

Δύο αδέρφια έχουν στριμώξει τα όνειρά τους σ’ ένα παλιό ζαχαροπλαστείο στο Αιγάλεω. Η μητέρα τους προσπαθεί να τους κρατήσει αφοσιωμένους στην οικογενειακή επιχείρηση, αλλά η σκιά του πρόσφατου και τραγικού θανάτου του πατέρα απειλεί την οικογενειακή αρμονία. Ο μεγάλος αδερφός, ο Μάρκος, αναγκάστηκε να πιάσει από μικρός δουλειά στο ζαχαροπλαστείο. Ο μικρός αδερφός, ο Λευτέρης, είχε την πολυτέλεια να σπουδάσει και να εργαστεί σε πολυτελείς κουζίνες. Η μητέρα πριν από χρόνια είχε τη δυνατότητα να τα αλλάξει όλα. Δεν το έκανε και έζησε μια ζωή πλάι σ’ ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Με αυτά τα υλικά δεν μπορεί να υπάρξει εύκολη συνταγή. Μπορούν να υπάρξουν, όμως, ερωτήματα: Γιατί δεν αλλάζουμε τις ζωές μας, όταν δεν μας αρέσουν; Γιατί υπομένουμε την καθημερινότητά μας σαν να είναι τιμωρία; Οι στενοί δεσμοί της ελληνικής οικογένειας προστατεύουν ή εγκλωβίζουν; Ένα ρεαλιστικό, οικογενειακό δράμα με διαχρονικά, υπαρξιακά ερωτήματα για την μακρινή ιδέα της ευτυχίας σε αντιδιαστολή με τον εγκλωβισμό της πραγματικότητας. Ένα έργο για εκείνους που πιστεύουν πως οι ζωές τους είναι ένα εύπλαστο, ζωντανό υλικό και για όσους, στον αντίποδα, έχουν αποδεχθεί πως η ζωή είναι η τέχνη του εφικτού.

*σύνδεσμος για εισιτήρια: www.more.com/theater/oneira-glyka/
... περισσότεραλιγότερα

Να ευλογούμε πού και πού τα γένια μας.

Στις 16.12 κάνει πρεμιέρα ―για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά― η παράσταση «Όνειρα Γλυκά» το κείμενο της οποίας έχει γράψει ο φίλος και συνεργάτης του Σαλιγκαριού Μιχάλης Μαλανδράκης. Η παράσταση ανεβαίνει στο θεάτρο «ΠΟΛΗ - Δάνης Κατρανίδης» και θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Ιανουαρίου 2025. 

Κάποιες πληροφορίες για την παράσταση: 

 Δύο αδέρφια έχουν στριμώξει τα όνειρά τους σ’ ένα παλιό ζαχαροπλαστείο στο Αιγάλεω. Η μητέρα τους προσπαθεί να τους κρατήσει αφοσιωμένους στην οικογενειακή επιχείρηση, αλλά η σκιά του πρόσφατου και τραγικού θανάτου του πατέρα απειλεί την οικογενειακή αρμονία. Ο μεγάλος αδερφός, ο Μάρκος, αναγκάστηκε να πιάσει από μικρός δουλειά στο ζαχαροπλαστείο. Ο μικρός αδερφός, ο Λευτέρης, είχε την πολυτέλεια να σπουδάσει και να εργαστεί σε πολυτελείς κουζίνες. Η μητέρα πριν από χρόνια είχε τη δυνατότητα να τα αλλάξει όλα. Δεν το έκανε και έζησε μια ζωή πλάι σ’ ένα καλά κρυμμένο μυστικό. Με αυτά τα υλικά δεν μπορεί να υπάρξει εύκολη συνταγή. Μπορούν να υπάρξουν, όμως, ερωτήματα: Γιατί δεν αλλάζουμε τις ζωές μας, όταν δεν μας αρέσουν; Γιατί υπομένουμε την καθημερινότητά μας σαν να είναι τιμωρία; Οι στενοί δεσμοί της ελληνικής οικογένειας προστατεύουν ή εγκλωβίζουν; Ένα ρεαλιστικό, οικογενειακό δράμα με διαχρονικά, υπαρξιακά ερωτήματα για την μακρινή ιδέα της ευτυχίας σε αντιδιαστολή με τον εγκλωβισμό της πραγματικότητας. Ένα έργο για εκείνους που πιστεύουν πως οι ζωές τους είναι ένα εύπλαστο, ζωντανό υλικό και για όσους, στον αντίποδα, έχουν αποδεχθεί πως η ζωή είναι η τέχνη του εφικτού.
 
*σύνδεσμος για εισιτήρια: https://www.more.com/theater/oneira-glyka/

// όχι διαγωνίσματα στις 6 του Δεκέμβρη //

Πάνε δυο χρόνια που έχω σπάσει τον κανόνα:
«όχι διαγωνίσματα στις 6 του Δεκέμβρη»
κάπως σαν να μην μου κάθεται καλά
κάτι σαν αόριστη ύβρις, αυθαίρετη, δική μου

μα τελευταία έτσι έρχονται τα πράγματα
κι η ημερομηνία βολεύει
στερεύει το τετράμηνο
πλησιάζουν τα Χριστούγεννα
λέμε τα κάλαντα «Τι είναι, παιδιά, στις 6 Δεκέμβρη/ Τίποτα, κυρία/ Οπότε, γράφετε διαγώνισμα»

αλλά δεν ξέρω αν φταίει ο ασπροπίνακας
ή η βαβούρα που θεριεύει
και αναδύεσαι κατάλευκος στο φέρετρο
κραδαίνοντας την ύλη και τα ΣΟΣ

έρχεσαι και μπερδεύεσαι στη γλώσσα μου
πετάνε, φέρ' ειπείν, αυτά χαρτάκια και τρώω κάνα ξώφαλτσο
«Συγγνώμη, κυρία, στον Δανέζη πήγαινε/
Και τι συνέβη; εξοστρακίστηκε;»

έτσι που πρέπει να συγκεντρωθώ
μη μου ξεφύγει ανάμεσα στον Γεωργίου και τον Γρίβα
κάνα Γρηγορόπουλος
κι άντε να εξηγείς μετά σε δεκαπεντάχρονα.

* π. κρίνος
... περισσότεραλιγότερα

[ Και δεν πιστεύεις πως οι άνθρωποι λιώνουν όπως τα χιόνια.

Και δεν πιστεύεις πως οι καρδιές σαπίζουν
όπως τα σκιάχτρα στα παλιά αλώνια. ]
... περισσότεραλιγότερα

[ Και δεν πιστεύεις πως οι άνθρωποι λιώνουν όπως τα χιόνια.

Και δεν πιστεύεις πως οι καρδιές σαπίζουν 
όπως τα σκιάχτρα στα παλιά αλώνια. ]

// Τα ανεκτέλεστα έργα //

[Στον Δημήτρη, για όσα δεν προλάβαμε]

Ζωή δεν είναι μονάχα ό,τι ζω αλλά κι εκείνο που δεν ζω. Σημαδεμένος απ’ ό,τι έζησα, το βιογραφικό μου γεμίζει από σχέδια εκπληρωμένα, υποσχέσεις που βρήκαν αντίκρισμα: πτυχία πανεπιστημίου, ξένες γλώσσες, δημοσιεύσεις, εργασιακή εμπειρία, επικοινωνιακές ή άλλες δεξιότητες. Περηφανεύομαι στους φίλους μου για όνειρα και σχέδια εκτελεσμένα, για έργα που έβαλα μπροστά και τελικά ολοκλήρωσα ― υποσχέσεις που υπόσχονται συνέπεια, που προδικάζουν το μέλλον.

Τακτοποιώντας φωτογραφίες και αναμνήσεις, συνειδητοποιώ ότι πλάι στη ζωή αυτή τρέχει και μια άλλη ζωή, πιο μυστική, πιο σιωπηλή, αλλά εξίσου σημαντική και ωραία ― η ζωή των ανεκτέλεστων έργων, των ανεκπλήρωτων πόθων και των χαμένων ονείρων, υποσχέσεις που υποσχέθηκαν εκπλήρωση μα κάπου στον πηγαιμό ξεστράτισαν: λόγια που θέλησα μα δεν πρόλαβα να πω, βιβλία που άρχισα αλλά δεν ολοκλήρωσα, ένα αντίο που ποτέ δεν είπα, μια τελευταία αγκαλιά ή ένα φιλί που έμειναν μετέωρα. Το βιογραφικό των ανεκτέλεστων έργων απλώνεται σαν ίσκιος μπροστά από τους ίσκιους, μπροστά από το φως που ρίχνουν στο κατόπι του τα εκτελεσμένα έργα ― ίσκιος που σμίγει με τους ίσκιους, απομεινάρια ενός χρόνου που περνά και θέλησε, μα δε πρόλαβε, να ζήσει το μέλλον.

*νσ
... περισσότεραλιγότερα

[ Διονύσης Καψάλης, Όπως οι αμπελουργοί, Αθήνα, Άγρα, 2024. ] ... περισσότεραλιγότερα

[ Διονύσης Καψάλης, Όπως οι αμπελουργοί, Αθήνα, Άγρα, 2024. ]