«…Μοιάζει σαν να έχει εξαντληθεί όλος ο αέρας για πάντα· όλα προδιαγράφουν μια στιγμή ασφυκτική: το κακό παρίσταται».
Κάποιες πρώτες, ακατέργαστες σκέψεις μπροστά στους περισσότερους πίνακες του Φράνσις Μπέικον. Αδιαμφισβήτητα, τα επίπεδα ανοικείωσης στην πρόσληψη της ζωγραφικής του Μπέικον ποικίλουν. Οι τερατόμορφες παραστάσεις, κάτι πλάσματα βγαλμένα απευθείας από τον χειρότερο εφιάλτη, αποτυπώνονται συνήθως με στόματα χάσκονται που υπόσχονται την άβυσσο, μέσα σε μια προσπάθεια αν όχι να κραυγάσουν τότε να ανασάνουν έναν αέρα που σίγουρα δεν υπάρχει πια. Και δεν χρειάζεται να παίζει κανείς τον Φρόυντ στα δάχτυλα για να οδηγηθεί στην έννοια του υποσυνειδήτου· αρκεί να έχει κοιτάξει έστω για μια φορά το είδωλό του στον καθρέφτη για να διαπιστώσει πως αυτό που αντικρίζει στον πίνακα, ζει μέσα του.
*
Πράγματι, οι μορφές του Μπέικον προκαλούν τον τρόμο. Αυτόν τον ιλιγγιώδη τρόμο της εσωτερικής ζωής, της νεωτερικής συνείδησης. Πέρα από τη φύση αυτών των αλλόκοτων όντων που επιλέγει να φέρει μπροστά στα μάτια μας, τα οποία απεικονίζονται συνήθως θολά, σαν μέσα από παραμορφωτικό φακό -πρόσωπα και σώματα ως μάζες κρέατος, ως μάζες ύπαρξης- η κομβική στιγμή που ανταποκρίνονται αυτές οι παρουσίες στη συνείδησή μας συντελείται μέσω ενός άλλου στοιχείου της ζωγραφικής του, κι αυτό είναι ο χώρος που αυτές οι παρ-ουσίες τοποθετούνται.
*
Ο εκλιπών αέρας, που τόσο μέχρι στιγμής μας έχει ζορίσει δια της απουσίας του, αντιλαμβανόμαστε σταδιακά πως όντως λείπει διότι βρισκόμαστε μέσα σε ένα δωμάτιο. Ένα δωμάτιο απροσδιόριστα στημένο τις περισσότερες φορές, ωστόσο με διακριτά όρια και διαστάσεις. Βρισκόμαστε κάπου· και αυτό το κάπου έχει τοίχους, πάτωμα, ταβάνι, ώρες ώρες μοιάζει με κουτί, ένα σκοτεινό (ακόμη κι όταν είναι κόκκινο) κουτί από το οποίο λείπουν πόρτες και παράθυρα ή όταν εμφανίζονται οδηγούν πάντοτε σε ένα σκοτάδι βαθύτερο. Είμαστε εκεί, λοιπόν, μαζί με αυτές τις τρομακτικές φιγούρες, οι οποίες άλλοτε τοποθετούνται στο κέντρο του δωματίου κι άλλοτε (πράγμα ακόμη πιο φρικαλέο) απλώς στέκονται παράμερα, υπονοώντας εμμονικά την ύπαρξή τους. Το ανοικειωτικό και οριακά απάνθρωπο πράγμα που καταφέρνει έτσι ο ζωγράφος είναι να μας εγκλωβίσει μέσα σε ένα χωρικό σημείο μαζί με ό, τι μας προκαλεί αποστροφή και φόβο· μαζί με το κακό.
*
Έτσι, λοιπόν, σκέφτομαι πως, τελικά, μπροστά στον πίνακα του Μπέικον (ή σωστότερα μέσα σε αυτόν) δεν είναι το τέρας που αντικρίζω το πιο τρομακτικό από αυτά που μου συμβαίνουν, αλλά η συνύπαρξη μαζί του. Η αδιαπραγμάτευτη μετακίνησή μου μέσα σε έναν χώρο και η ταυτόχρονη κατάθεση του καλλιτέχνη πως διαφυγή δεν προβλέπεται, καθώς το κακό ζει μέσα μου, μαζί μου, και είναι τόσο ξένο όσο τελικά και οικείο όσο συγκατοικούμε μέσα σε αυτό το δωμάτιο-σημείο.
Αυτό που μου κόβει τα πόδια στις μπεϊκονικές παραστάσεις δεν είναι τόσο οι αποκρουστικές μορφές που αναδύουν τον απόλυτο φόβο, τον επαναλαμβανόμενο ες αεί πόνο ή την απύθμενη οδύνη αλλά η ασθματική ανάσα αυτών των μορφών-υπάρξεων, που την αισθάνομαι διαρκώς να προσεγγίζει, να είναι εκεί, να πλησιάζει ενώ παράλληλα έχω την απόλυτη επίγνωση πως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να κάνω ώστε να ξεφύγω από το παγερό τους χνώτο.
*
Αναρωτιέμαι αν κατάφερε ποτέ ο ίδιος ο Μπέικον να αποστρέψει το βλέμμα από αυτές τις μορφές. Αν κατάφερε να δημιουργήσει ένα ελάχιστο φωτεινό παράθυρο, μια χαραμάδα καθαρού αέρα, σε αυτά τα κατασκότεινα δωμάτια της ψυχής του.
Το βέβαιο πάντως είναι πως το κραυγαλέο του κάλεσμα προς το κακό, το απάνθρωπο και το φρικαλέο, ο τρόπος που μας σέρνει απ’ τα μαλλιά ώσπου να μας πετάξει δίχως έλεος μέσα σε αυτά τα δωμάτια πανικού, συνεπάγεται την βαθιά ανθρώπινη ανάγκη, τη μέγιστη υπαρξιακή αγωνία της έκκλησης για α-λήθεια και θάρρος· πράγμα σπουδαίο. Πράγμα καλό.
σόφι λ.