Ο γυναικείος αισθησιασμός στο 10 του Μ. Καραγάτση

Ο γυναικείος αισθησιασμός στο 10 του Μ. Καραγάτση

«Δεξιά στα χασάπικα, με τα κρεμασμένα κρεατικά στα τσιγκέλια, η μυρουδιά της νεκρής στεριανής σάρκας δημιουργούσε αίστημα οσφραντικό πιο δυσάρεστο απ’ την ψαρίλα. Το αρνί, το βόδι βρίσκονται βιολογικά κοντύτερα στον άνθρωπο και μυρίζουν όπως ο σκοτωμένος άνθρωπος- εκείνη η σαπίλα του πεθαμένου αιμάτου. Η ζέστα της ημέρας είχε παρασιτέψει τα κρέατα, κι η ατμόσφαιρα δεν ήταν διόλου ευχάριστη. Αλλά κι η θωριά της γδαρμένης και τεμαχισμένης σάρκας δεν τραβούσε αισθητικά το μάτι του περαστικού, εξόν κι αν το ένστικτο της λαιμαργίας του τα παρουσίαζε, δια μέσου της φαντασίας, καλοψημένα μέσα στην πιατέλα». Το ερωτικό ένστικτο είναι συνυφασμένο με το ένστικτο της επιβίωσης. Όπως και στο κυνήγι έτσι και στον ερωτικό στίβο ο άνθρωπος είναι αέναα υποταγμένος στην ανάγκη της τροφής που κάποια στιγμή θα τελειώσει κι αυτός θα πρέπει να ξαναβγεί για κυνήγι. Το ορμέμφυτο αναδύεται ως η πρωταρχική κι αδήριτη προτεραιότητα εκπλήρωσης. Στις πειραϊκές, λαϊκές γειτονιές του 10, η σαρκική επαφή γνωρίζει την σήψη της φτωχικής ζωής και της στεριανής αποκαθήλωσης, της αποκομμένης από την προοπτική της ενάλιας σωτηρίας. Ο σκληρός βιοπορισμός και ο ερωτισμός, όπως καταδεικνύει μεταφορικώς το παραπάνω απόσπασμα, έχουν μία και καταδικαστική αφετηρία: την ανάγκη. Κύρια θύματα της ανάγκης αυτής είναι οι γυναίκες, που λόγω της ανέχειας εξαναγκάζονται σε σύναψη δεσμών ή γάμων με γκροτέσκους ή απωθητικούς χαρακτήρες. Κατανοώντας όμως τις υπάρχουσες κοινωνικές συμβάσεις, υποκύπτουν με μια πρωτοφανή ηδονική αυταρέσκεια στις συμβάσεις αυτές. Η ανάγκη όμως διαφοροποιείται για τον άντρα και την γυναίκα: ο άντρας θα ολοκληρώσει επειδή δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, ενώ η γυναίκα θα ολοκληρώσει επειδή εξαναγκάζεται από εξωτερικούς παράγοντες, όπως η έλλειψη χρημάτων κι όχι γιατί η ίδια δεν είναι αλλιώς πλήρης. Μ’ άλλα λόγια, η γυναίκα, αν εξαιρέσουμε τους κοινωνικούς παράγοντες που την ωθούν, ολοκληρώνει ως φορέας αισθαντικότητας κι όχι ως φορέας ορμών.

Αυτό φαίνεται κι απ’ τον τρόπο που ο συγγραφέας αντιμετωπίζει την ομοφυλοφιλία. Στην περίπτωση του κυρ Αντρέα του μανάβη που κλέβει στο ζύγι η κοινωνία γνωρίζει και συγκαλύπτει την ομοφυλοφιλία του, αυτή όμως παρουσιάζεται σχεδόν ως κάτι κωμικό, που έχει απροσδόκητες τραγελαφικές κοινωνικές προεκτάσεις, αφού οι γυναίκες προτιμούν τους πλανόδιους πωλητές που τους έβαζαν χέρι: «T’ αγόρια να τα κόψει ο κυρ Αντρέας δεν γινόταν. Αναγκάστηκε λοιπόν να περιορίσει την κλεψιά… Μπορεί μια γυναίκα ουδέποτε να διανοηθεί να κάνει εραστή της έναν άντρα. Αλλά να τον συμπαθεί γιατί όντας άντρας, έχει την δυνατότητα να γίνει αγαπητικός της. Από τη στιγμή που αυτή η αντρίκια δυνατότητα δεν υπάρχει, υποσυνείδητα αντιπαθεί τον μισερό άντρα».  Αντιθέτως η περίπτωση της Μαρίας Μακρή, της τυπικά κοινής γυναίκας, παρουσιάζεται μ’ έναν γλαφυρό αλλά αξιοπρεπή αισθησιασμό, που αγγίζει τις χορδές του έρωτος: «Όσο συλλογιζόταν ότι τούτη την ώρα πιθανόν η Φιλιώ να δέχεται τις εκδηλώσεις του Κοτσίλη, ένα κρύο φίδι κουλουριαζόταν και κατάπνιγε τους παλμούς της καρδιάς της». Με τα λόγια της Φιλιούς: «Κι η απορία της έφτασε μέχρι τον Θεό, που έπλασε το σιχαμένο στην όψη αντρικό φύλο. Ενώ η γυναίκα είναι άλλο πράμα, πολύ πιο αισθητικό. Χαίρεσαι να την βλέπεις· κι ίσως χαίρεσαι να την πασπατεύεις, μολονότι η Φιλιώ δεν το ‘χε δοκιμάσει. Από μιαν άλλη όμως άποψη, η Φιλιώ θαύμαζε τους άντρες για την υπεροχή τους σε δύναμη κορμιού, ψυχής και χαρακτήρα. Έβρισκε άδικο αυτό το φυσικό και κοινωνικό προνόμιο, που κατέβαζε τη γυναίκα σε δεύτερη μοίρα».

Η νέα γυναίκα είναι ο υποδοχέας της ανδρικής βιαιότητας. Θέλει, στην πρώτη της επαφή, να γνωρίσει όλη την γλύκα της ερωτικής πράξης, αλλά μόλις αυτή γίνεται βάναυσα, στα μέτρα και τα σταθμά του αναπόδραστου της πραγματικότητας του Καραγάτση, την αποστρέφεται ενοχική κι αηδιασμένη, όπως η Γιαννούλα. Αλλά μην ξεχνάμε, πως η πράξη αυτή είναι μια ασχολία, που στις φτωχογειτονιές της μεταπολεμικής Ελλάδας αντικαθιστά τα χόμπι και τα ενδιαφέροντα της κοινωνικής ζωής της μεταβιομηχανικής περιόδου. Κάθε πράξη είναι μια σύλληψη, μια εγκυμοσύνη. Κάθε εγκυμοσύνη είναι μια -εθελούσια ή μη- έκτρωση. Η πιο ηλικιωμένη γυναίκα έχοντας ήδη υπάρξει ο υποδοχέας στη νεαρή της ηλικία, είναι πλέον σκληρή στην καλύτερη περίπτωση και στην χειρότερη μία στυγνή ματρόνα. Ωστόσο, παρά την μειονεκτική αυτή θέση της γυναίκας και τη δυναμική του ισχυρού φύλου, ο άντρας δίπλα της μοιάζει μια καρικατούρα που υποταγμένος στη δίψα του για χρήμα ή για ανέλιξη, είναι ανίκανος να σταθεί στο ύψος του αισθαντισμού της. Έτσι όταν στρέφεται σε μια γυναίκα με καλό όνομα για να αποκατασταθεί κι όχι στην μέχρι τότε ερωμένη του, γίνεται αντικείμενο γέλωτος κι αποδοκιμασίας και από την ερωμένη του και από τον αναγνώστη. Γιατί ακόμα κι όταν η Μάρθα αποτυγχάνει να προβιβαστεί στη θέση της συζύγου του Μιχάλη Φουντούκου, παρουσιάζεται ως χειραγωγική και όχι ως χειραγωγούμενη όπως θα περιμέναμε: «H Mάρθα κατέβαλε ηρωική προσπάθεια για να συγκρατήσει το νέο κύμα γέλιου που ανάδευε μέσα της. Είχε πείρα της σεξουαλικής απειρίας του Φουντούκου. Απειρίας αντίστροφα ανάλογης με τη δική της πείρα. ”Τί κουτή που ήμουν να μην του παραστήσω την παρθένα!”, είπε μέσα της. ”Είδηση δεν θα ‘παιρνε!”…” Ίσως η οικονομική μου αποκατάσταση μου έξω απ’ τα δεσμά του γάμου, να είναι προσφορότερη λύση από το γάμο μ’ αυτόν τον αποκρουστικό άντρα”».

Mε την σωτηρία που (δεν) έρχεται απ’ την θάλασσα συνδέεται και το κλασικό μοτίβο της προσμονής ενός αγαπημένου, που όμως όπως στην περίπτωση της Βιργινίας δεν θρηνείται ως απώλεια αλλά συνεχίζει να αναμένεται στα όρια της παραφροσύνης από ένα σχεδόν τραγικό γυνακείο υποκείμενο. Ενίοτε, παραμορφωμένες όπως η Ελενάρα από την ειδή του χρόνου, αναζητούν την τρυφερότητα που ο άνθρωπος τους αρνείται σ’ ένα ζώο, εξαγοράζουν τη στιγμιαία ικανοποίηση και εγκαταλείπονται βάναυσα. Ή κάποτε, όπως στην περίπτωση της Αντωνίας αποδέχονται την σύναψη ενός αταίριαστου γάμου που αποσκοπεί στην οικονομική τους εκμετάλλευση. Κάτω από τις ανίσχυρες οικογενειακές δομές, υποκρύπτονται ισχυρά ”θέλω”, όπως όταν η Μαρία φθονεί την αδερφή της Σία, που «κατάφερε» τον γαμπρό που είχε βάλει αυτή στο μάτι. Χειρότερα, όταν η ανήλικη κοπέλα διανοητικού και ηθικού επιπέδου ωθείται όχι στη σύναψη γάμου δια συνοικεσίου αλλά στην σωματική αυτοδιάθεση από τον ήδη διεφθαρμένο οικογενειακό κύκλο, όπως η Κλειώ, ο δάσκαλος διατείνεται: «Η γυναίκα μπορεί να κρατήσει την αξιοπρέπεια του φύλου της».

Άπνοια και ίδρως. Ταβερνεία και μπουζούκια. Πειραϊκά σοκάκια κι απλωτές προκυμαίες. Μικρά δωμάτια και καταγώγια. Φτώχεια και διαπόμπευση. Κουτσομπολιό και μικροπρέπεια. Οφθαλμοπορνεία κι αίσθημα. Το ερωτικό σύμπαν του Καραγάτση δεν έχει τελειωμό, γι’ αυτό ίσως να ‘μεινε ατελείωτο. «Ο ξαφνικός θάνατος του Καραγάτση έκανε όλ’ αυτά τα πρόσωπα να βρικολακιάσουν και να ζητούν διέξοδο κι ανακούφιση από το φορτίο -συναισθηματικό, ερωτικό, ηθικό, κοινωνικό- με το οποίο τους προίκισε ή τους φόρτωσε ο συγγραφέας τους», σύμφωνα με τον Βαγγέλη Αθανασόπουλο. Και πάνω απ’ όλα στο 10 υψώνεται η γυναίκα. Πάντα θύμα αλλά πάντοτε διατηρούσα την κραταιά ουσία της. Να στέκεται στο ύψος του πρωτόγονου κι επίγονου αισθησιασμού. Σα να κρατά την σοφία του κόσμου. Εξαϋλωμένη κι από τις ζέστες του καλοκαιριού. Αχνίζουσα.

Α.Τ.