Όσο και αν κοιτάμε να του κρυφτούμε εκείνος όλο και βρίσκει καμιά χαραμάδα να τρυπώνει. Ο θάνατος μας σκοπεύει από παντού, είναι ο άρχων του κόσμου τούτου – όλη μας η ζωή οργανώνεται από την πιθανότητα εμφάνισής του. Παρ’ όλα αυτά, εμείς παλεύουμε να τον κάνουμε πέρα, παλαιότερα με ξόρκια, μαγγανείες ή καμιά θρησκεία, σήμερα με συλλογικές εκδηλώσεις αθανασίας· λέμε λόγου χάρη: «ο πατέρας σου σε βλέπει τώρα από τον ουρανό», η μαμά μου «έφυγε», σήμερα είχαμε τόσες «απώλειες». Αποφεύγουμε να πούμε για τον νεκρό πατέρα, για την πεθαμένη μάνα, ή για τους «πολλούς θανάτους». Δεν πα να ποτίζεις όμως τον νεκρό με μύρο για να μην βρωμάει, εκείνος, αφότου το μύρο πάψει να επενεργεί, θα συνεχίσει να βρωμάει. Και να μας θυμίζει την ενοχλητική πλην όμως αμετάκλητη αλήθεια: δεν είμαστε παρά μόνο σώματα – σώματα τρωτά, θνησιγενή, σώματα παραδομένα στη φθορά, υποταγμένα στον πόνο των αισθήσεων. Αν το καλοσκεφτούμε όλη μας η ζωή περιστρέφεται γύρω από αυτό το κέντρο. Σαν να λέμε ότι όλη μας η ζωή είναι γεμάτη από απώλειες, απώλειες προσώπων… της νεότητάς μας… ή οποιουδήποτε άλλου πράγματος… – σημασία πολλή δεν έχει, η ουσία είναι ότι βιώνουμε ένα εξακολουθητικό πένθος. Από τη στιγμή που γεννιόμαστε είμαστε νεκροί – νεκροί από γεννησιμιού μας. Σαν τις αράχνες, έτσι και οι άνθρωποι: παγιδευόμαστε στον ίδιο μας τον ιστό.
Για να συμφιλιωθούμε με την απώλεια, με την απουσία δηλαδή του απολεσθέντος αντικειμένου, πρέπει να την κάνουμε να φανεί, να αποκαλυφθεί ως τέτοια – να φέρουμε δηλαδή τον θάνατο όσο το δυνατόν κοντύτερα. Πώς θα φέρουμε κοντύτερα τον θάνατο; Πηγαίνοντας προς αυτόν, λέγοντας και δείχνοντας έναν λόγο για τον θάνατο. Λέγοντας και δείχνοντας τον θάνατο -απαλλαγμένοι από ταμπού, και περιστροφές, χωρίς υποχωρήσεις-, πενθούμε για το απλούστατο γεγονός ότι είμαστε άνθρωποι.[1] Ο θάνατος φωλιάζει μέσα μας, δεν είμαστε άνθρωποι παρά μόνο επειδή πεθαίνουμε, αν δεν πεθαίνουμε δεν είμαστε άνθρωποι. Ακόμα και αν οι λέξεις δεν αρκούν, ακόμα και αν μας φαίνονται εντελώς ανίκανες να μιλήσουν επαρκώς έναν λόγο για τον θάνατο, εμείς θα πρέπει να συνεχίσουμε να μιλάμε. Συνεχίζοντας να μιλάμε για τον θάνατο αγκαλιάζουμε την απώλεια – και εδώ είναι που ’ρχεται η τέχνη διεκδικώντας τα δικαιώματά της: ο καλλιτέχνης συμμετέχει εξακολουθητικά σε μια πενθητική διαδικασία, δίνει στο πένθος σάρκα και οστά, το προϋποθέτει κάθε στιγμή. Ένα κενό δημιουργείται μπροστά μας –μια χοάνη-, το οποίο διαχρονικά εμπνέει τους καλλιτέχνες. «Αν μπορούμε να το πούμε, γιατί να το ζωγραφίσουμε;» αναρωτιέται ο Francis Bacon. Και έχει δίκιο.
Η καλλιτεχνική πράξη δεν είναι παρά μια προσπάθεια εκφοράς ενός λόγου για τον θάνατο. Στον πυρήνα της ιερής αυτής προσπάθειας βρίσκεται ο μηχανισμός της αναπαράστασης: αναπαριστώντας το αισθητό η καλλιτεχνική δημιουργία πενθεί για την απουσία του απολεσθέντος αντικειμένου – πενθεί για την απώλεια μετουσιώνοντάς την, τοποθετώντας την ακριβώς στο κέντρο της συγκρότησής της. Αναπαριστώ σημαίνει καθιστώ παρόν κάτι που είναι απόν, αντικαθιστώ δηλαδή τον θάνατο με τη ζωή, χωρίς όμως να αρνούμαι τον θάνατο – αφού τον φέρω μαζί μου, τον έχω ανάγκη, είναι η δυνατότητά μου. Λέει πολύ ωραία ο Maurice Blanchot για τη δύναμη της αφήγησης: «[αυτό το] μη πραγματικό υπερπέραν όπου το καθετί γίνεται φάντασμα, όπου όλα γλιστρούν και φεύγουν, όπου τα πάντα είναι παρόντα και απόντα». [2] Αξίζει να επαναλάβουμε: εκεί «όπου τα πάντα είναι παρόντα και απόντα». Το αισθητό θανατώνεται μέσα στο έργο τέχνης για να αναγεννηθεί εκ νέου, μεταμορφωμένο και αγκαλιασμένο πλέον με την απώλεια. Η απώλεια συνδέεται με την αδυναμία της παραδεδομένης γλώσσας να επικοινωνήσει έναν λόγο για τον θάνατο – πώς θα μιλήσω με λέξεις για τον θάνατο; Οι εμπειρίες εδώ μας ξεπερνούν – καλύτερα: μας ξεπερνούν διαπερνώντας μας. Το μη λεγόμενο καταδυναστεύει το λεγόμενο. Η πλημμυρίδα του ανείπωτου παρασύρει το ειπωμένο. Εδώ οι λέξεις τρομάζουν, ωχριούν, αδυνατούν να εκφράσουν το πράγμα. Εδώ το όνομα -η σύμπτωση υποκειμένου και αντικειμένου- δεν είναι παρά ατελής απόδοση, μια μάταιη και ανεκπλήρωτη απόπειρα ονομάτισης του δυσκαθόριστου φορτίου που κουβαλούν οι παρορμήσεις και τα συναισθήματα. Μια προσπάθεια καταδικασμένη να επινοεί συμβατικές τυπικές υποκαταστάσεις άλλων λέξεων, άλλων συναισθημάτων, την έκφραση των οποίων αδυνατούμε να επικοινωνήσουμε. Καμία λέξη που αφορά συναισθήματα δεν είναι ακριβής. Όλες λένε κάτι που δεν έχει σχέση με αυτό που θέλουμε να πούμε τη στιγμή που το λέμε. Η περιοριστική φύση των λέξεων μας καλεί να επανεξετάσουμε τις δυνατότητες που μας προσφέρουν οι λέξεις· ή, εναλλακτικά, εν είδει επιταγής: να βρούμε λέξεις, να βρούμε μελωδίες, να βρούμε εκφράσεις για τον έρωτα, τον πόνο και τον θάνατο. Να αναζητήσουμε τρόπους εκφοράς του ανήκουστου λόγου. Τρόπους για να καταστήσουμε την απουσία παρουσία, αδιαίρετα, ανεπίδοτα.
Η τέχνη πενθεί για την απώλεια – από εκεί εκκινεί: σε μια διαρκή υπόμνηση να μην ξεχάσουμε να πεθάνουμε· εκεί απολήγει: σε μια σπουδή θανάτου. Ο θάνατος είναι η μόνη ελπίδα της τέχνης, όπως και για τον άνθρωπο, ο θάνατος είναι η μόνη του ελπίδα να παραμείνει άνθρωπος. Σαν την επίσκεψη του Οδυσσέα στο νησί της Καλυψώς: όταν ο Οδυσσέας κοντοστάθηκε μπροστά στην Καλυψώ και η όμορφη νύμφη του πρότεινε να κάτσει πλάι της για πάντα χαρίζοντάς του την αθανασία, εκείνος ευγενικά αρνήθηκε× προτίμησε τη γριά Πηνελόπη. Η άρνηση του Οδυσσέα ψελλίζει τα λόγια του θανάτου – η άρνηση του Οδυσσέα είναι ο ίδιος ο θάνατος.
ΝΣ
[1] Γράφει κάπου ο Μωρίς Μπλανσό: «Για αυτό μπορούμε να πούμε ότι υπάρχει το Είναι, επειδή υπάρχει κενό: ο θάνατος είναι η δυνατότητα του ανθρώπου, είναι η τύχη του, μέσα από αυτήν μας απομένει το μέλλον ενός συντελεσμένου κόσμου»× το παράθεμα: Maurice Blanchot, Η Λογοτεχνία και το δικαίωμα στον θάνατο, (μτφρ. Νίκος Ηλιάδης), Αθήνα, Futura, 2003, 53.
[2] Βλ.: Blanchot Maurice, «Για το Στρίψιμο της βίδας»: James Henry, Το στρίψιμο της βίδας, (μτφρ. Κοσμάς Πολίτης), Αθήνα, Άγρα, 1986, 215.