Εναντίον της πολιτικής ορθότητας: Μισέλ Ουελμπέκ ή η ποιητική του καθάρματος

Το μίσος είναι ιερό

Εμίλ Ζολά

Στην παρουσία κάποιου αναγνώστη του Ουελμπέκ είμαι έτοιμος να ξεσπάσω σε κραυγές. Γνωρίζω εξ αρχής ότι εκείνα που μας συνδέουν είναι περισσότερα από αυτά που μας χωρίζουν – ή, για να το πω καλύτερα, αυτά που μας συνδέουν είναι ακριβώς εκείνα που μας χωρίζουν και κατά συνέπεια είναι αυτά που μας συνδέουν με τον πιο ουσιαστικό τρόπο. Aποκαλύπτω εμένα διακρίνοντας τον εαυτό μου. «Distinguo ergo sum».[1] Διακρίνομαι άρα υπάρχω. Υπάρχω επειδή διακρίνομαι. Αυτό μας λέει μια αρκετά αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του 20ού αιώνα, ο σημαντικότερος ίσως νομικός του Τρίτου Ράιχ, Καρλ Σμιτ. Και επειδή ο Σμιτ μιλάει με όρους «φίλου» και «εχθρού» – ας υιοθετήσουμε την ορολογία του: είμαι ο εχθρός μου. Η εχθρότητα είναι υπαρξιακή προϋπόθεση για το είναι στον κόσμο, συγκροτώ τον εαυτό μου σε αντιδιαστολή με έναν Άλλον, με τον κατεξοχήν Άλλον – δηλαδή τον εχθρό μου.

Επί τη βάσει αυτή αναγνωρίζω τη συνεισφορά του Ουελμπέκ, συνεισφορά σημαντική, κρισιμότατη αφού με βοηθάει να προχωρήσω στο απαιτούμενο ξεδιάλεγμα. Με άλλα λόγια: ο Ουελμπέκ με βοηθάει να αναγνωρίσω τους εχθρούς μου – με βοηθάει να αναγνωρίσω εμένα από και μέσα από τους εχθρούς μου. Η γραφή του Ουελμπέκ είναι ιδιαίτερα προνομιακή για τον σκοπό αυτόν: μη αποδεχόμενος την αστυνόμευση του λόγου –αναγκαίο κακό των υποστηρικτών της καλπάζουσας τα τελευταία χρόνια πολιτικής ορθότητας– και αδιαφορώντας πλήρως για τις παρανοϊκές ακρότητες των gender και postcolonial studies -υποστηρικτές των οποίων μάχονται να βγάλουν τον Σαίξπηρ και τον Ντίκενς από τα προγράμματα σπουδών θεωρώντας τον πρώτο αντισημίτη και τον δεύτερο μισογύνη–, δεν ωχριά πουθενά, κατονομάζει ό,τι χρειάζεται να κατονομάσει για να υπηρετήσει, όχι κάποιο εξωτερικό ηθικό πρόταγμα, αλλά τις εσωτερικές ανάγκες του ίδιου του λογοτεχνικού του έργου. Και οι ανάγκες ενός καλλιτεχνικού έργου δεν λογοδοτούν σε κάτι έξω από αυτό· αντιθέτως: είναι η εσωτερική αναγκαιότητα του ίδιου του έργου που μπορεί να μας οδηγήσει σε κάτι έξω, όχι το αντίστροφο.

Μισέλ Ουελμπέκ. Αυτό το ελεεινό κάθαρμα, αυτό το ανερυθρίαστο, ανυποχώρητο καθίκι των γαλλικών γραμμάτων άξιος κληρονόμος, άξιος συνεχιστής άλλων μεγάλων καθαρμάτων της γαλλικής λογοτεχνίας: Μπαλζάκ, Ζολά, Υσμάν, Σελίν – αναφέρω μονάχα αυτούς. Όλους τους γνωρίζει, όλους τους έχει διαβάσει προσεκτικά – ειδικά τον πρώτο επανειλημμένα. Όλοι τους καθάρματα, όλοι τους καθίκια – όλοι θέλουν να καταφέρουν μια γερή γροθιά στο στομάχι του αναγνώστη. Μετά την επαφή με το έργο τους, τίποτα δεν είναι ίδιο – τίποτα δεν πρέπει να είναι ίδιο. Ειδάλλως, ποιο το νόημα της λογοτεχνίας;

Εδώ θα ασχοληθώ μόνο με τον Ουελμπέκ. Διαλέγω και σχολιάζω τρία παραθέματα, όλα από τη Δυνατότητα ενός νησιού.[2] Γράφει ο καλός μου ο Μισέλ:

Tην ημέρα που αυτοκτόνησε ο γιος μου, έκανα αυγά με ντομάτα. Ένα ζωντανό σκυλί αξίζει περισσότερο από ένα ψόφιο λιοντάρι, όπως σωστά εκτιμά ο Εκκλησιαστής. Δεν αγάπησα ποτέ αυτό το παιδί: ήταν εξίσου χαζό με τη μητέρα του και εξίσου κακό με τον πατέρα του. Ο θάνατός του σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε καταστροφή· ανθρώπινα όντα αυτού του τύπου να μας λείπουν.

Η απροϋπόθετη αγάπη του γονέα προς το παιδί είναι –και δεν χωράει αμφιβολία για αυτό– ένα από τα γερά εδραιωμένα ιδανικά της δυτικής κοινωνίας. Στα θεμέλια αυτά ο αφηγητής βάζει μπουρλότο× διαβάζουμε ξανά: «Tην ημέρα που αυτοκτόνησε ο γιος μου, έκανα αυγά με ντομάτα», ή, λίγο πιο κάτω: «Δεν αγάπησα ποτέ αυτό το παιδί: ήταν εξίσου χαζό με τη μητέρα του και εξίσου κακό με τον πατέρα του». Στην πρώτη πρόταση τα αυγά με ντομάτα –πρωτεϊνούχα, ζωογόνος τροφή, σημάδι ότι το ένστικτο επιβίωσης παραμένει ενεργό–, αντιτίθεται στην αυτοκαταστροφική ροπή του παιδιού, η οποία θα φτάσει στην κορύφωσή της με τον τελικό αυτοχειριασμό του. Στον πατέρα δεν καίγεται καρφί, ο «θάνατος σου η ζωή μου» μοιάζει να σκέφτεται. Πολλοί ηθικολόγοι θα αντιτείνουν: μα τι μας προτείνει εδώ ο συγγραφέας; να μην αγαπάμε τα παιδιά μας; Αυτά να αυτοκτονούν και ’μεις να μαγειρεύουμε ανενόχλητοι αυγά με ντομάτα; Σε αυτούς απαντάμε: ο συγγραφέας δεν προτείνει τίποτα, δεν διδάσκει τίποτα. Αν ψάχνουν κάποιον να τους διδάξει μπορούν να πάνε σε μια εκκλησία γυρεύοντας τους κληρικούς. Οι ηθικές προεκτάσεις της λογοτεχνίας δεν υποδεικνύουν στον άνθρωπο τι πρέπει να κάνει, αλλά τι θα μπορούσε να κάνει σύμφωνα με τη θνητή ανθρώπινη φύση του· το τι εν τέλει θα πράξει είναι δικό του θέμα, όχι της λογοτεχνίας. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει μηχανισμούς, στρατηγικές, συναισθήματα μιας κοινωνίας, μιας κοινωνίας που βρίσκεται εν προκειμένω σε σήψη – της δυτικής κοινωνίας, της κοινωνίας που έχει στηθεί πάνω σε ιδανικά, τα οποία δεν καταφέρνει να υπηρετήσει. Παρά τις εξαγγελίες, παρά τις τυμπανοκρουσίες. Αποκαλύπτοντας τους μηχανισμούς που συνέχουν τη συγκεκριμένη κοινωνία ο Ουελμπέκ συμβάλλει στη διεργασία πένθους – απαραίτητη διαδικασία για τη συμφιλίωση μετά την απώλεια των ιδανικών.

Σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου διαβάζουμε για τη σχέση του αφηγητή με την Ιζαμπέλ. Το ζευγάρι βρίσκεται σε ένα στάδιο γνώριμο μεταξύ των σχέσεων που αναπτύσσονται στον δυτικό κόσμο: ή θα κάνουν παιδί ή θα χωρίσουν. Το επιστέγασμα, η αναγκαία επακόλουθη συνέχεια μιας μακροχρόνιας ερωτικής σχέσης: τεκνοποιία. Λέει λοιπόν ο αφηγητής: «ήμασταν ακριβώς σ’ εκείνη την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι άνθρωποι που, συντετριμμένοι από την αίσθηση της δικής τους ασημαντότητας, αποφασίζουν να κάνουν παιδιά»· για να απαντήσει ο ίδιος στον εαυτό του:

Δεν κουβαλούσα μόνο εκείνη τη θεμιτή αηδία που νιώθει κάθε συγκροτημένος άντρας στη θέα ενός μωρού× δεν ήταν μόνο εκείνη η εδραιωμένη πεποίθηση ότι το παιδί είναι ένα είδος διεστραμμένου νάνου, με έμφυτη βαρβαρότητα, που εκδηλώνει άμεσα τα χειρότερα γνωρίσματα του ανθρώπινου είδους […] Ήταν και μια φρίκη βαθύτερη, μια καθαρή φρίκη μπροστά σε αυτό το αδιάλειπτο μαρτύριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αφού το ανθρώπινο βρέφος είναι το μοναδικό σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο που δηλώνει άμεσα την παρουσία του στον κόσμο με αδιάκοπα ουρλιαχτά οδύνης. Ίσως φταίει η απώλεια του τριχώματος, που καθιστά το δέρμα πολύ ευαίσθητο στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας και δεν προστατεύει πραγματικά από τις επιθέσεις παρασίτων, ίσως φταίει κάποια αφύσικη ευαισθησία του νευρικού συστήματος, κάποιο κατασκευαστικό ελάττωμα.

Ποιος δεν έχει νιώσει έστω και μια φορά τα νεύρα του σμπαράλια από τις φωνές εξαγριωμένων μωρών που ουρλιάζουν μέσα στο αεροπλάνο; Στη συγκεκριμένη περίπτωση το μη λεγόμενο καταδυναστεύει αυτό που θα ήθελε κανείς να πει, εκείνο στο όνομα του οποίου θα επιθυμούσε κανείς να βρίσει, να πετάξει ό,τι βρει μπροστά του, να φωνάξει, να ξεσπάσει τέλος πάντων για τις ενοχλητικές ώρες που περνάει – τίποτα όμως από αυτά δεν μας επιτρέπεται. Και δικαίως. Μην πέφτουμε στην παγίδα: εδώ ο Ουελμπέκ δεν μας λέει «βρίστε τα μυξιάρικα», «αφού σας σπάνε τα αρχίδια, επιτέλους μιλήστε, φωνάξτε, βρίστε» – όχι, σε καμία περίπτωση δεν προτείνει κάτι τέτοιο. Όπως είπαμε και πιο πάνω: δεν προτείνει· δείχνει – αποκαλύπτει, αυτό που θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί, αυτό που θα μπορούσε κανείς να κάνει. Και επειδή ακριβώς δείχνει αποκαλύπτοντας αυτό που απαγορεύεται από την κυρίαρχη ηθική να δειχτεί, εκείνο που δεν επιτρέπεται να αποκαλυφθεί, ανοίγεται μπροστά μας ένας δρόμος συμφιλίωσης. Από δω και εις το εξής το μωρό που ουρλιάζει δεν θα είναι ένα σπαστικό μωρό που ένοχα θα σκέφτομαι να το σπάσω στο ξύλο. Πρόκειται για μια φαντασμαγορία, για μια αισθητική πραγματικότητα υψηλών καλλιτεχνικών προδιαγραφών: ο διεστραμμένος νάνος, τα οδυνηρά ουρλιαχτά που πιθανόν να έρχονται ως αποτέλεσμα της απώλειας του τριχώματος, το ευαίσθητο δέρμα και οι επιθέσεις των παρασίτων, η υποθετική αφύσικη ευαισθησία του νευρικού συστήματος, ή κάποιο κατασκευαστικό ελάττωμα – όλα αυτά δημιουργούν τις συνθήκες ώστε η πραγματικότητα να ληφθεί στο μέτρο που της αναλογεί: στην ασοβαρότητά της, στη γελοιογραφική της απεικόνιση. Φαίνεται δηλαδή ότι ο Ουελμπέκ αντί να οξύνει το μίσος για τα μωρά θα μπορούσαμε να πούμε ότι περισσότερο το εκτονώνει – και αυτό το πετυχαίνει με τον εξής απλό τρόπο: λέει αυτό που δεν λέγεται. Και αυτό που δεν λέγεται δημιουργεί όλο και περισσότερη επιθυμία για να λεχθεί – η απαγόρευση γεννά επιθυμία, είναι γνωστό αυτό· όσο το μη λεγόμενο δεν λέγεται βαίνει ολοταχώς στη σφαίρα του απωθημένου. Τα απωθημένα δημιουργούν τύψεις και ενοχές που και αυτές με τη σειρά τους κινητοποιούν μια σειρά ψυχοπαθολογιών, το κουβάρι των οποίων είναι αδύνατο να ξετυλίξουμε εδώ. Αφού δεν μιλάμε, ας διαβάσουμε τουλάχιστον αυτούς που μιλάνε.

Τελευταίο απόσπασμα. Ο εύρωστος, επαγγελματικά πετυχημένος πλην όμως πενηντάρης, σωματικά ξοφλημένος αφηγητής επισκέπτεται τη σύντροφό του στα γραφεία του νεανικού περιοδικού που εκείνη εργάζεται. Στην αναμονή συναντάει μια δεκαπεντάχρονη κοπέλα από την Λευκορωσία που δουλεύει ως μοντέλο στο περιοδικό. Την πλευρίζει, συνομιλούν· της προτείνει να του πάρει μια πίπα επί πληρωμή, εκείνη του ζητάει πεντακόσια ευρώ. Αυτός αρνείται· στη συνέχεια διαβάζουμε τις σκέψεις του πάνω στο θέμα:

Δεν είχα καμία αξίωση να ξεφύγω από τους νόμους της φύσης: η μειωτική τάση των στυτικών ικανοτήτων του πέους, η ανάγκη να βρω νεανικά κορμιά να αναχαιτίσω το μηχανισμό… Έκοψα σαλάμι και άνοιξα ένα μπουκάλι κρασί. Ε, λοιπόν, θα πληρώσω, σκέφτηκα· όταν θα φτάσω εκεί, όταν θα χρειάζομαι κωλαράκια για να διατηρήσω τη στύση μου, θα πληρώσω.

Οι δικαιωματοπατέρες και οι υπέρμαχοι της πολιτικής ορθότητας διαβάζοντας αυτό το απόσπασμα θα φωνασκούν για ώρα. Κάποιοι από αυτούς θα μιλήσουν για παιδεραστία, άλλοι –θυμούμενοι το μαρξιστικό τους παρελθόν– για μια εξουσιαστική μπουρζουαζία που δυναστεύει το εργατικό προλεταριάτο, κάποιοι άλλοι για ρατσισμό ενώ άλλοι θα κραυγάζουν κατά των μηχανισμών της πατριαρχίας. Τι σχέση έχουν όμως έχουν αυτά με την τέχνη; Υπάρχει μια εσωτερική αναγκαιότητα που στηρίζει το συγκεκριμένο απόσπασμα. Η μειωτική τάση του γηράσκοντος πέους -και το οποίο φέρνει σε εύπλαστο, μαλακό ζυμάρι- δημιουργεί εξαιρετική αντίθεση με τη σφύζουσα ζωή του νεανικού κορμιού. Το σαλάμι και το μπουκάλι κρασί πλαισιώνουν ιδανικά την εικόνα αφού η σημειολογία τους αποκαλύπτει μια υψηλής καλλιτεχνικής τάξεως αντίθεση: από τη μια, υποδηλώνουν μια θέληση για ζωή –το φαγητό δίνει ζωή, δίνει ενέργεια–, επιθυμία καθόλου αμελητέα αν υπολογίσουμε ότι έπεται της παραδοχής της στυτικής δυσλειτουργίας· ωστόσο, το γεγονός ότι πρόκειται για σαλάμι και κρασί –και όχι για παράδειγμα για φέτες γαλοπούλας με ένα ποτήρι κρασί- και αναλογιζόμενοι το επονείδιστο γήρας σε συνδυασμό με τον περιορισμό της ερωτικής ηδονής σε επί πληρωμή σχέσεις, καταλαβαίνουμε ότι το σαλάμι και το μπουκάλι κρασί προαναγγέλλουν μια στάση παραίτησης, η οποία όσο προχωράει η αφήγηση ολοένα και εντείνεται. Όλη η σκηνή χτίζεται σε αντιθέσεις· αυτές οι αντιθέσεις είναι που αποκαλύπτουν, όχι την παιδεραστία, όχι την πατριαρχική επιβολή του χαρακτήρα, αλλά ακριβώς τα αντίθετα: το ζυγό της πατριαρχίας, την δυναστεία ενός αντρικού σώματος που είναι το ίδιο που θα τον συντρίψει. Όσο για την παιδεραστία, επαναφέρουμε το προαναφερθέν επιχείρημα: η απαγόρευση δημιουργεί επιθυμία, το επακόλουθο της απαγόρευσης  –η σιωπή- φουντώνει ακόμα περισσότερο την επιθυμία· συνεπώς, αν θέλουμε να αποτρέψουμε τέτοια φαινόμενα ας αφήσουμε τουλάχιστον τους καλλιτέχνες να κάνουν τη δουλειά τους. Να μιλήσουν, να πουν ό,τι έχουν να πουν. Χωρίς περιορισμούς, χωρίς αστυνομεύσεις. Στην τέχνη όλα επιτρέπονται –tout est permis, που θα ’λεγε και ο Ουελμπέκ–, η τέχνη είναι τα πάντα, συνδέεται με τα πάντα: με τις σκοτεινές περιοχές, τις φωτεινές, τις ενδιάμεσες· δεν λογοδοτεί σε κανέναν δικαιωματοπατέρα, σε κανέναν υπέρμαχο της πολιτικής ορθότητας.

Ν.Σ.

*ο πίνακας: Jean-Léon Gérôme, “Marché romain aux esclaves” (1884).

[1] Βλ. Νικήτας Σινιόσογλου, Μαύρες Διαθήκες. Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής, Αθήνα, Κίχλη, 2018, σ. 89.

[2] Βλ. Μισέλ Ουελμπέκ, Η Δυνατότητα ενός νησιού, (μτφρ. Λίνα Σιπητάνου), Αθήνα, Εστία, 2007.

 

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Τα ανεκτέλεστα έργα

Στον Δημήτρη, για όσα δεν προλάβαμε Ζωή δεν είναι μονάχα...

«Άλμα ανόδου του ΕΚΠΑ» και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες

Για όσους/ες είμαστε ακόμη στα Πανεπιστήμια τρώγοντας εκεί τις...

Aνάθεμα στην ποίηση

Ό,τι αγαπώ το υπερασπίζομαι. Τη δουλειά, τους οικείους, το...

Ερμηνεύοντας θανάτους: Goodbye, Lindita

Μου πήρε δυο βδομάδες να συνέλθω. Το λες και...