Μου πήρε δυο βδομάδες να συνέλθω. Το λες και επιτυχία: βουβή η παράσταση, βουβοί και οι θεατές στο τέλος. Στο τέλος που δεν είναι τέλος ― φεύγεις μα ποτέ δεν φεύγεις. Πας για μπίρα, μιλάς για άσχετα, ακούς μουσική, γράφεις ’κανα μήνυμα στο κινητό ― σαν να μη συμβαίνει τίποτα, αποστρέφεις το βλέμμα, το βλέμμα όμως σε στοιχειώνει. Το φέρεις, σε φέρει. Μια δίνη στο κέντρο της οποίας βρίσκεσαι ― σκέφτεσαι: «τι διάολο είν’ αυτό που είδα;» Δεν χρειάζονται γρήγορες απαντήσεις. Για την ακρίβεια, δεν χρειάζονται καν απαντήσεις. Αφήνω το έργο να κάτσει, να πάρει μέσα μου μορφή ―είπαμε: το φέρω και με φέρει―, μετά από λίγες μέρες προσπαθώ και πάλι. Αποτυγχάνω. Ξανά και ξανά. Ε, και; Μέσα από την αποτυχία προχωρώ, αποτυγχάνω προχωρώντας. Δίνω χώρο και χρόνο. Δοκιμάζω πάλι, λίγες μέρες μετά. Σαν κάτι να παίρνει σιγά-σιγά μορφή. Ρωτώ ξανά: «τι διάολο είν’ αυτό που είδα;» Εμφανίζεται πλέον κάτι που θυμίζει σημασία: στον θάνατο απομένω γυμνός, γυμνός και σιωπηλός ― η τελική στολή μου, η δική μου γλώσσα. Για αυτό λοιπόν η γύμνια, για αυτό η σιωπή. Τελετές οικειοποίησης του θανάτου, του θανάτου και του πένθους. Πώς όμως, πώς θα οικειοποιηθώ τον θάνατο; (αυτός είναι ο στόχος του έργου ― τώρα το γνωρίζω, τώρα πια είμαι βέβαιος). Οικειοποιούμαι τον θάνατο όταν τον καθιστώ δυνατό ― όταν μ’ έλκει, όταν τολμώ και τον κοιτάζω. Σαν το βλέμμα του Ορφέα, βλέμμα ανυπόμονο, ακατάλυτο ― τολμώ λοιπόν και κοιτάζω (και ας προσπαθούν οι άλλοι ―οι Θεοί, οι άνθρωποι― να μ’ αποτρέψουν). Βλέπω τον θάνατο ν’ αναδύεται σαν ερωτική σκηνοθεσία (αυτό με κινεί να κοιτάξω): σώματα που αγγίζονται, ιδρώνουν, πλένονται, στολίζονται, σκύβουν, τρίβονται, ξαπλώνουν, πέφτουν στα τέσσερα, τρέμουν, κλαίνε, γελάνε, χτυπιούνται, κυλιούνται, ντύνονται-ξεντύνονται. Σώματα για όλα τα γούστα: μαύρα, άσπρα, γέρικα, νεανικά, χοντρά, λεπτά, ψηλά, κοντά, σώματα με καμπύλες, σώματα αξύριστα, ξυρισμένα, σώματα λιπόσαρκα, σώματα-σώματα-σώματα-σώματα―. Σκέφτομαι την Καραπάνου: «ο θάνατος όμως είναι χαρά;» Φτάνω σιγά-σιγά στο τέλος ― στο τέλος δίχως τέλος. Ναι, ο θάνατος καμιά φορά είναι και χαρά: βουβό τελετουργικό, γιορτή σωμάτων και ασωμάτων, γιορτή βλεμμάτων, ανυπόμονων βλεμμάτων. Η δεξιότητα να πεθαίνεις ευχαριστημένος. Πολύ ευχαριστημένος.
*νσ
06.ΧΙ.’23.