Ο Άνθρωπος του Θεού είναι κατά τη γνώμη μου μια κακή ταινία. Είναι κακή ταινία, όχι για το θέμα της, λόγος που οι περισσότεροι τη λοιδορούν – αλλά για τον τρόπο με τον οποίο το θέμα αλληλεπιδρά με τη μορφή. Αν ένα πράγμα είναι αδιαπραγμάτευτο κατά την αξιολόγηση ενός έργου τέχνης, και το οποίο υπερβαίνει υποκειμενικές κρίσεις, είναι ότι η μορφή δεν πρέπει να ανταγωνίζεται το περιεχόμενο, δεν πρέπει να παίζουν μπουνιές το ένα με το άλλο – αντιθέτως: οφείλουν να συνυπάρχουν αρμονικά, να βαδίζουν πλάι-πλάι. Γιατί το ύφος και η μορφή σημαίνουν – δεν περιορίζονται σε μια άνευ ουσίας διακοσμητική χρήση. Στη συγκεκριμένη ταινία, εν προκειμένω, η επιλογή της αγγλικής γλώσσας ήταν πέρα για πέρα ατυχής, όχι φυσικά επειδή οι ηθοποιοί δεν είχαν σωστό accent –αυτό δεν έχει καμία σημασία–, αλλά επειδή τα αγγλικά, σε μια ελληνική παραγωγή, η οποία αφορά τον βίο ενός Έλληνα επίσκοπου –του Άγιου Νεκτάριου–, και ο οποίος τριγυρνά κατά κύριο λόγο στην ελληνική επικράτεια, δεν είχαν καμία δουλειά· κοντολογίς, επιτίθονταν βίαια στο περιεχόμενο της ταινίας. Αντίστοιχη επίθεση ασκεί και ο κινηματογραφικός χρόνος: σε μια ταινία που αφηγείται τη ζωή ενός ασκητή, ενός ανθρώπου που ο μόνος πραγματικός χρόνος είναι ο βιωμένος, ο εσωτερικός χρόνος, ο χρόνος που τίθεται στην υπηρεσία της προσευχής, της μετάνοιας και της παράδοσης σε μιαν Ιδέα – πώς γίνεται ο χρόνος μιας τέτοιας ταινίας να υπηρετεί το καπιταλιστικό δόγμα «ο χρόνος είναι χρήμα»; Αλλιώς: πώς γίνεται αυτό το θέμα να πλαισιώνεται με έναν τόσο γρήγορο, φρενήρη ρυθμό, λες και παρακολουθούμε ταινία του Guy Ritchie;
Από την άλλη, ο «Άνθρωπος του Θεού» αξίζει κατά τη γνώμη μου να ιδωθεί. Και ο λόγος είναι ότι, παρά την εχθρική συνύπαρξη μορφής και περιεχομένου, το περιεχόμενο εξακολουθεί να συγκινεί και να θέτει καίρια ερωτήματα. Πρώτο και καλύτερο: αλήθεια, τι σημαίνει η έννοια της αυτοθυσίας στη σύγχρονη εποχή; Τι απέγινε αυτή η αξία που έθρεψε πλείστες κατά το παρελθόν συνειδήσεις; Οι γιαγιάδες και οι παππούδες κάποιων από ’μας που γεννηθήκαμε στα 90ς ενσαρκώνουν αυτή την αξία, και ας θυμίζουν τώρα πια προϊοστορικά τέρατα: εαυτός δεν υπάρχει – ή μάλλον υπάρχει, απλώς δίνεται απροϋπόθετα στον Άλλο. Σαν την αγαπημένη μου γιαγιά, η οποία μου ετοίμαζε πλουσιοπάροχα γεύματα, λες και το δείπνο ήταν για δέκα άτομα, και η ίδια τρέφονταν με μπαγιάτικο ψωμί. Έτσι και ο Άγιος Νεκτάριος: ο ίδιος υποσιτιζόταν για να τρώνε οι άλλοι – και έτσι, με αυτή τη στάση ζωής, ενέπνευσε πλήθος κόσμου, και ας εξωθήθηκε, ως είθισται με τους μεγάλους Έλληνες, στον θάνατο.
ΝΣ