Το απρόβλεπτο και το παράδοξο μπορούν να υποστηρίξουν την αφηγηματική
αποτελεσματικότητα ενός λογοτεχνικού κειμένου;
Αποτελεί θεμέλιο λίθο της μυθοπλαστικής κατασκευής ή η παρουσία του είναι μόνο
επικουρική;
Είναι επαρκής λόγος για την αξιολόγηση της λογοτεχνικής γραφής ή διάφορα άλλα
υφολογικά και γλωσσικά κριτήρια υπερτερούν εις βάρος του;
Αρεσκόμαστε στον συμβιβασμό της ενότητας των αφηγηματικών δομών της
λογοτεχνικής γραφής, αρκούμενοι στην αντικειμενικότητα της ανάγνωσης και τον
εξοστρακισμό της παρορμητικότητας.
Εθισμένοι στην αναγνωστική ορθότητα, υιοθετώντας την κριτική κανονικότητα,
αποφεύγουμε να παραδοθούμε στην ελκυστικότητα του ανοίκειου και
παραβατικού, επικαλούμενοι, δίχως να το καταγράφουμε ορατά, τη θεσμικότητα
του θεωρητικού κατευνασμού για την αξιολόγηση του κρινόμενου έργου.
Παγιδευμένοι στην ερμηνεία και όχι στην προκλητικότητα και ελευθεριότητα
του αφηγηματικού λόγου που αμφισβητεί τους κανόνες
της μορφικής και γλωσσικής επιμέλειας, υποβαθμίζουμε ή ακυρώνουμε τη
λυτρωτική ηγεμονία του ανεπάντεχου.
Η εξοικείωση με το αδιανόητο της λογοτεχνικής πραγματικότητας χρειάζεται την
αμφισβήτηση θεωρητικών αξιωμάτων και κριτηρίων. Αυτή τη νοητική
αποδέσμευση από ενοχικά κριτήρια αναγνωστικής ευπρέπειας μάς προσφέρει το
βιβλίο της κ. Μαρίας Α. Ιωάννου, Οι ενδιάμεσοι, δίνοντας στους αναγνώστες του
τη δυνατότητα μιας παραβατικής αναγνωστικής απόλαυσης.
Όσοι πιστοί προσέλθετε! Διαφορετικά αρκεστείτε στην παρηγοριά του
τετελεσμένου.
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ