«Με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί» μας μηνά ο γνωστός στίχος του Νίκου Γκάτσου κι είναι αλήθεια πως έχει ο «Κεμάλ» του εσχάτως ξανά την τιμητική του στα ραδιόφωνα. Μας λένε οι παραγωγοί απ’ τα μικρόφωνα τι προφητικό τραγούδι, τι διορατικός και σοφός συνάμα στάθηκε σ’ αυτήν του τη στιχουργία ο ποιητής. Ναι, ο πρόσφατος πόλεμος στην Ουκρανία μας θυμίζει τη διαχρονική αλήθεια του στίχου. «Με φωτιά και με μαχαίρι», έτσι προχωρά ο κόσμος. Δεν είναι όμως μονάχα οι πόλεμοι που συνεπάγονται «φωτιά και μαχαίρι», είναι κι οι επαναστάσεις. Κι ας είναι αυτές οι τελευταίες εξόχως ντεμοντέ στην εποχή μας. Κατά την τελευταία τριακονταετία, από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και εντεύθεν, χωρίς αμφιβολία ο κόσμος μας έχει εισέλθει σε μια αντεπαναστατική εποχή. Οι πόλεμοι συνεχίζουν, οι επαναστάσεις σπανίζουν. Υπήρξε όμως μια εποχή, όπου οι τάσεις ήσαν ανεστραμμένες, ένας καιρός που ο κόσμος κόχλαζε από κυκλοφορία φρέσκων και πυρακτωμένων επαναστατικών ιδεών. Η «εποχή των επαναστάσεων», κατά την ορολογία του κορυφαίου Βρετανού μαρξιστή ιστορικού Έρικ Χόμπσμπάουμ. Σ’ εκείνη την εποχή αναφέρεται ο προσφάτως εκδοθείς συλλογικός τόμος της Εταιρείας Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων, υπό τον τίτλο: «Επαναστάσεις (1776-1830) – Σύγχρονες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις».
Ο εν λόγω συλλογικός τόμος, σε επιμέλεια των ιστορικών Χρήστου Λούκου, Βαγγέλη Σαράφη και Αλεξάνδρας Σφοίνη, εκδόθηκε στα τέλη του 2021 στην –κυριολεκτικά και μεταφορικά– ιστορική εκδοτική σειρά «Θεωρία και μελέτες Ιστορίας» του Μνήμονα. Η συγκεκριμένη σειρά, εκκινώντας το πρόγραμμά της από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, έχει προσφέρει στο ελληνόφωνο αναγνωστικό κοινό μεταφράσεις σπουδαίων θεωρητικο-μεθοδολογικών ιστορικών εγχειριδίων και άρθρων, πρωτότυπες ιστορικές μονογραφίες όσο και πρακτικά συνεδρίων. Στην πυκνή εκδοτικά στιγμή του 2021 με τις αναρίθμητες εκδόσεις και επανεκδόσεις έργων σχετικά με την Επανάσταση του 1821, εύλογα θα μπορούσε ν’ αναρωτηθεί κανείς τι χρειάζεται, τι νέο κομίζει άλλος ένας συλλογικός τόμος περί επαναστάσεων. Δε γράφτηκαν όλα για το ιδρυτικό γεγονός της νεότερης Ελλάδας; Τι άλλο μένει να ειπωθεί;
Κι όμως, ο ογκώδης συλλογικός τόμος του Μνήμονα –600 σελίδες έκταση– κομίζει κάτι το πράγματι αξιοπρόσεκτο για τουλάχιστον δύο λόγους. Πρώτον, η εστίασή του δεν τοποθετείται στην ελληνική επανάσταση του 1821, αλλά εν γένει σε επαναστάσεις και εξεγέρσεις της εποχής των επαναστάσεων (1789-1848). Δεύτερον, αφίσταται της στεγνής κι ενίοτε ανιαρής πραγματολογίας και πραγματώνει όντως αυτό που υπόσχεται ο υπότιτλος του βιβλίου· μεταφέρει πράγματι σύγχρονες ιστοριογραφικές συζητήσεις και προσεγγίσεις. Με δεκαέξι μεταφράσεις ιστορικών άρθρων, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει σημαντικές στιγμές της ιστοριογραφικής συζήτησης που έλαβε χώρα στη Γαλλία πέριξ της επετείου της διακοσιετηρίδας της μητέρας όλων των σύγχρονων επαναστάσεων, της Γαλλικής. Στα επτά άρθρα που αφορούν στη Γαλλική Επανάσταση, διαβάζουμε για τις αντιμαχόμενες ιστοριογραφικές σχολές, τις συνεισφορές της κοινωνικής ιστορίας στην επανανάγνωση της Γαλλικής Επανάστασης, το διανοητικό ρεύμα του «Αντιδιαφωτισμού», τις τομές που προξένησε το επαναστατικό γεγονός στη θρησκευτική ιεραρχία, την περίοδο της Τρομοκρατίας και τον Ροβεσπιέρο καθώς και για τη διάχυση των επαναστατικών ιδεών στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Δύο άρθρα πραγματεύονται τις επαναστάσεις των αρχών του 19ου αιώνα στην Ιταλική χερσόνησο και τις απαρχές του κινήματος των Καρμπονάρων, ενώ δύο άλλα καταπιάνονται με τις ταυτόχρονες εξεγερσιακές εξελίξεις στην Ιβηρική. Η Σερβική Εξέγερση του 1804, η Αμερικάνικη Επανάσταση (1775-1783), τα κινήματα ανεξαρτησίας στη Λατινική Αμερική με εξέχουσα μορφή τον Σιμόν Μπολίβαρ καθώς και οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις του 1830 αποτελούν τη θεματική των υπόλοιπων άρθρων. Στα δύο κείμενα που αφορούν την ελληνική επανάσταση του 1821, ο Vitalii Sheremet εξετάζει τις οθωμανικές προσλήψεις και τις αντιδράσεις της οθωμανικής διοίκησης απέναντι στον ελληνικό Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ενώ στο επίμετρο, ο διακεκριμένος ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος επιστρέφει στους εμφυλίους της επανάστασης προτείνοντας μια αναστοχαστική, νέα θέαση και κατανόησή τους.
Μια αναλυτική περιγραφή ή μια εκτενέστερη κριτικότροπη προσέγγιση του τόμου θα ξέφευγε αισθητά από το εύρος, την έκταση και το είδος αυτού του προτρεπτικού σημειώματος. Θα ήθελα, αντί άλλων, να κλείσω με μια ερώτηση. Ερώτηση ανοιχτή, που πέρα από μια δυο ενστικτώδικες δοκιμές απάντησης, ας μείνει καλύτερα μετέωρη. Γιατί χρειαζόμαστε τέτοια βιβλία;
Είναι αναμφίβολα πολύτιμο και σταθερό desideratum το άνοιγμα της συζήτησης στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές. Πέραν όμως της εν λόγω χρησιμότατης συνεισφοράς της συγκέντρωσης και μετάφρασης τόσων πολλών και διαφορετικών ιστορικών συμβολών περί επαναστάσεων, γιατί ένα τέτοιο εκδοτικό εγχείρημα δύναται να λειτουργήσει ως ποτιστική αφορμή σε άνυδρες, εσωστρεφείς, συχνά στερεότυπες αντιπαραθέσεις; Νομίζω πως το παρόν βιβλίο κάνει πράξη την –συχνά διακηρυσσόμενη, σπάνια και δύσκολα εκπληρούμενη– ιστοριογραφική διεπαφή και τον ανοιχτό, έστω ασύγχρονο, επιστημονικό διάλογο. Η ασίγαστη έγνοια για ένταξη της ελληνικής περίπτωσης στα ευρωπαϊκά, περιφερειακά, μεσογειακά και διεθνή της συγκείμενα με τέτοια συλλογικά εγχειρήματα υπηρετείται καλώς. Οι «Επαναστάσεις» του Μνήμονα, αν διαβαστούν και συζητηθούν όπως τους πρέπει, μπορούν να αποτελέσουν θρυαλλίδα για μια νέα «συνομιλητικότητα» –για να θυμηθούμε έναν όρο του Άγγελου Ελεφάντη– διαφορετικών ιστοριογραφικών παραδόσεων. Να μας γυρίσουν στις ζωηρές ιστοριογραφικές συζητήσεις σχετικά με μια εποχή, δυο αιώνες πίσω απ’ τη δική μας, κατά την οποία τέθηκαν τα θεμέλια της εισόδου του κόσμου μας στη νεωτερικότητα. Μιας εποχής ιδιαίτερα σύνθετης, διόλου ειδυλλιακής, αλλά ταυτόχρονα της ιστορικής εκείνης περιόδου που ώθησε τον σοφό κύριο με τα λευκά γένια και τις ρηξικέλευθες ιδέες να βαφτίσει μαμή της ιστορίας τη βία.
Διγ.