Georges Didi-Huberman, «Προσπαθώ βλέπω» (μτφρ.: ν.σ.)

Όταν λέω όταν κοιτάζω -όπως πριν από κάποιους μήνες, όταν κοιτούσα το απροσδιόριστο έργο του James Coleman, μια «βιντεογραφική εγκατάσταση (vidéographique installation) του 1998-2002», έργο τόσο μυστηριώδες που κανένας τίτλος δεν βρέθηκε να του ταιριάζει-, ποιος είναι ο χρόνος αυτού του όταν για το οποίο μιλάω; Υπάρχει μια στιγμή που δεν μιλάω, δεν έχω τίποτα να πω. Θυμάμαι, κατά τη διάρκεια του installation της έκθεσης Άτλας, το δυνατό κοντράστ που, για να το πω έτσι, με διαίρεσε στα δύο, ανάμεσα σε αυτή την αίσθηση του δεν έχω τίποτα να πω -μια αίσθηση γνώριμης αναποφασιστικότητας μπροστά στο έργο, αίσθηση μιας αόριστης ενοχής, μιας αόριστης ευχαρίστησης- και στην ισχυρή βεβαιότητα ότι θα έπρεπε τώρα να μιλήσω, να θέσω σε διάλογο αυτό το παράξενο πράγμα του James Coleman με άλλες εικόνες, για παράδειγμα με τις Equivalents του Alfred Stieglitz […]

Αν «μιλάω δεν σημαίνει βλέπω»[1], αντίστροφα κοιτάζω σημαίνει αρχικά δεν έχω τον χρόνο να μιλήσω (ιδού γιατί δεν μου αρέσει η τάση, συνηθισμένη στους κριτικούς της τέχνης, των συχνών «επισκέψεων σε ατελιέ», και ακόμα λιγότερο των εγκαινίων που, πολύ συχνά, ο θεατής είναι εξαρχής αναγκασμένος «να πει κάτι», ή, αλλιώς, «να πει τη γνώμη του», «ένα καλό λόγο» ως θα όφειλε). Ο Maurice Blanchot έγραφε για την εικόνα «ότι είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς με αυστηρότητα»: «Η εικόνα είναι η διπλή όψη της αποκάλυψης. Αυτό το οποίο κρύβει αποκαλύπτοντας, το αποκαλύπτει ξανακρύβοντάς το μέσα στην ίδια αμφισημία της λέξης αποκαλύπτω, αυτό είναι η εικόνα. Η εικόνα γίνεται εικόνα μέσα σε αυτή τη δυαδικότητα, όχι μιας διπλής όψης του αντικειμένου, αλλά ως πρωταρχικός αναδιπλασιασμός που επιτρέπει έπειτα στο ίδιο το πράγμα να σχηματιστεί […]».[2]

Σε κάθε περίπτωση, έχω την εντύπωση, ότι όταν κοιτάζω, δεν έχω ούτε τον χρόνο ούτε τον χώρο -ούτε ακόμα την αισθητηριακή, κινητική ή σωματική διαθεσιμότητα- να πω κάτι, οτιδήποτε. Κοιτάζω σημαίνει διανοίγομαι: αυτό καταλαμβάνει κάθε δευτερόλεπτο, κάθε κομμάτι ενέργειας, κάθε σάλεμα -κίνηση ή συγκίνηση- του σώματος και της ψυχής. Αυτό μεταμορφώνει τα πάντα. Αυτό σκάβει τον χρόνο ενώ ο λόγος πάει να τον δεσμεύσει. Αυτό σκάβει την ίδια τη γλώσσα. […]

Έμεινα για πολλή ώρα αμίλητος μπροστά στην εικόνα του James Coleman. Όχι ατενίζοντας αλλά, απλούστατα, μετέωρος, αμήχανος, παρασυρμένος από τη μορφή της […] Λες και είχα κουραστεί από τη γλώσσα που είχα στη διάθεσή μου μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ένιωθα «απροσδιόριστος» -και όχι μόνο αναποφάσιστος, ανίκανος για κρίση- μπροστά σε αυτή την εικόνα. Μα δεν ήμουν εγώ ο ίδιος μπροστά στην εικόνα αυτής της απροσδιόριστης μορφής που με έφερνε ενώπιον, αυτή η μορφή η τάχα επινοημένη απ’ τον καλλιτέχνη, να αποπροσδιορίσω τη γλώσσα μου μπροστά της; Το να κοιτάζω αυτό το έργο με έθετε αντιμέτωπο με μια έλλειψη της γλώσσας, αλλά έλλειψη δεν σημαίνει ανεπανόρθωτη απουσία: η έλλειψη, εν προκειμένω, υποδηλώνει περισσότερο μια ανεπάρκεια εν κινήσει, άρα μια δυνατότητα, μια ικανότητα. Έλλειψη σημαίνει επιθυμία, κατά τον ίδιο τρόπο που το κοιτάζω αμίλητος σημαίνει ανοίγω μία δυνατότητα για τον ίδιο τον λόγο. Εδώ που λείπουν οι λέξεις μέσα στην εμπειρία της εικόνας -εμπειρία «παιδική» θα έλεγε ο Agamben-, ακριβώς εδώ ανοίγεται ένας ορίζοντας για την επινόηση καινούριων λόγων, φράσεων, σκέψεων που μέχρι τότε ήταν αδιανόητες.

Κοιτάζω (regarder), λοιπόν: φέρω την εμπειρία μιας ανακατάληψης. Δέχομαι, μπροστά στην εικόνα ότι χάνω τους αρμούς των λέξεών μου. Δέχομαι την ανημπόρια μου, τον αποπροσανατολισμό μου, την άγνοια. Αλλά είναι εδώ, ακριβώς, που κατοικεί μια καινούρια ευκαιρία για τον λόγο, για τη γραφή, για την ίδια τη γνώση και τη σκέψη. Το να κοιτάζω με αποπραγματώνει, όπως τόσο καλά μάς λέει ο Maurice Blanchot μέσα απ’ τη φιγούρα του Ορφέα.[3] Κοιτάζω συνεπώς -πέρα απ’ την ολέθρια μοίρα του μυθικού αυτού προσώπου- σημαίνει θέτω ξανά σε εφαρμογή, όπως συμβαίνει στο βάθος ενός παλινδρομικού κύματος που η γλώσσα χάνεται, στην κορυφή ενός κύματος όπου οι φράσεις ξεπροβάλλουν σαν στρόβιλος, η ρίζα (lUrsprung) μιας καινούριας φράσης της σκέψης. Και είναι έτσι που η βουβή εμπειρία έρχεται να ανοίξει τη δυνατότητα ενός πειραματισμού πάνω στο βλέμμα και στην ικανότητα του να ειπωθεί κάτι.

*Τα έργα του Coleman από το site της γκαλερί Marian Goodman εδώ.

** Η μετάφραση είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Huberman, Essayer voir, Paris, Editions de minuit, 2014.

[1] M. Blanchot, L’Entretien infini, Paris, Gallimard, 1969, p.35-45.

[2] Ό.π., 42.

[3] M. Blanchot, « Le regard d’Orphée » (1953), L’Espace littéraire, Paris, Gallimard, 1955, p. 225-232. Βλ. στα ελληνικά: M. Blanchot, «Το βλέμμα του Ορφέα»: Ο χώρος της λογοτεχνίας, (πρόλ.-μτφρ.: Δ. Δημητριάδης), Αθήνα, Πλέθρον, 2017, 262-270.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Άλμα ανόδου του ΕΚΠΑ» και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες

Για όσους/ες είμαστε ακόμη στα Πανεπιστήμια τρώγοντας εκεί τις...

Aνάθεμα στην ποίηση

Ό,τι αγαπώ το υπερασπίζομαι. Τη δουλειά, τους οικείους, το...

Ερμηνεύοντας θανάτους: Goodbye, Lindita

Μου πήρε δυο βδομάδες να συνέλθω. Το λες και...

Για ένα τελευταίο βλέμμα. «Περασμένες ζωές» («Past Lives»)

  «Τι θα γινόταν αν;» - Δεν ξέρω - Ούτε εγώ *** Αναρωτιέμαι: «τι...