Ο έρωτας αρχίζει με μια μεταφορά
Μ. Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης
Μια άποψη που ο Μερλώ-Ποντύ επαναλαμβάνει εμμονικά στην Φαινομενολογία της Αντίληψης[1] είναι ότι «το ζητούμενο [της φαινομενολογίας] είναι να οδηγήσουμε την ακόμα βουβή εμπειρία στην καθαρή έκφραση του δικού της νοήματος». H ερμηνεία της πρότασης θα ήταν εντελώς διαφορετική αν αντί για την «έκφραση του δικού της νοήματος» ήταν νέτα σκέτα «του νοήματος». Σε αυτή την περίπτωση το υποκείμενο εξοβελίζεται, η φράση αποπροσωποποιείται – μάλλον θα είχαμε να κάνουμε με ένα a priori εδραιωμένο νόημα, ίδιο και απαράλλαχτο για όλους. Εδώ όμως δεν ισχύει κάτι τέτοιο, όλο το ζουμί βρίσκεται ακριβώς στον συνδυασμό του επιθέτου «δικός-η-ο» με την καθοριστικής φύσεως κτητική αντωνυμία «του/της». Η εμπειρία δεν υφίσταται μακριά από το υποκείμενο – υπάρχει επειδή ακριβώς υπάρχει και το υποκείμενο. Το ένα δεν πάει χωρίς το άλλο. Σαν τη σχέση του ανθρώπου με τη ζωή και τον θάνατο: ο άνθρωπος ζει, ο άνθρωπος πεθαίνει. Αν ο άνθρωπος δεν πεθαίνει, τότε δεν είναι άνθρωπος. Έτσι και εμπειρία που δεν είναι «δική μου», που δεν την έχω ιδιοποιηθεί ως τέτοια, δεν είναι εμπειρία.
Ασφαλώς αυτό δεν συνεπάγεται ότι η «έκφραση της δικής μου εμπειρίας» είναι κάτι το στατικό∙ αντιθέτως, πρόκειται για μια διαδικασία δυναμική, πειραματική, που τελεί διαρκώς εν αμφιβόλω, που βρίσκεται συνεχώς εν κινήσει. Και εδώ ακριβώς είναι που η φαινομενολογία δημιουργεί έναν ιδιαίτερα στενό σύνδεσμο με τη φύση του έργου τέχνης: η τέχνη είναι πάντοτε καθοδόν, πάντοτε γυρεύει να εκφράσει το νόημα της βουβής προσωπικής μας εμπειρίας – ποτέ δεν υπερέχει του νοήματος, περισσότερο διανοίγει στο νόημα παρά λειτουργεί εις βάρος αυτού. Αγαπάμε την τέχνη επειδή είναι ανέλεγκτη, οι ερμηνείες της ποτέ δεν τελειώνουν, βρίσκονται πάντοτε εν εξελίξει – υπό αυτή την έννοια, το έργο τέχνης είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, ένα αίνιγμα. Κατά αντιστοιχία, ο καλλιτέχνης δεν κυριαρχεί πάνω στη φύση, αφήνει τη φύση να λειτουργήσει μέσα του. Η παθητικότητα του καλλιτέχνη, εν προκειμένω, είναι η ενεργητικότητά του. «Όταν κοιτάζω τα πράγματα είναι σαν με κοιτάζουν και αυτά» συνηθίζουν να λένε οι ζωγράφοι. Φράση που εκ πρώτης όψεως δεν μπορεί παρά να ηχεί αλλόκοτα –πώς γίνεται να μας κοιτάζουν τα πράγματα;–, προϋποθέτει ωστόσο αυτό το απολύτως ενεργητικό «πάσχειν» της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Οι αναλογίες του έργου τέχνης με τη φύση της φαινομενολογίας επανέρχονται στη Φαινομενολογία της Αντίληψης. Δίπλα από τον Προυστ, περνάει ο Κλέε και ο Καντίνσκι, πλάι στον Μπαλζάκ παρελαύνουν ο Μπετόβεν, ο Βαν Γκογκ και ο Σεζάν. Η συναρμογή του έργου τέχνης με τη φαινομενολογία προϋποθέτει ωστόσο ένα δύσκολο ερώτημα για τον ίδιο τον Ποντύ, κάτι που το γνωρίζει καλά και ο ίδιος: το έργο τέχνης δεν είναι μόνο περιεχόμενο, είναι και μορφή∙ η ισοσθένεια μεταξύ μορφής και περιεχομένου συγκροτεί την ταυτότητα ενός καλλιτεχνικού έργου. Αν ο Ποντύ κάθε τρεις και λίγο φέρνει την αναλογία της ζωγραφικής και της λογοτεχνίας για να ορίσει τη φαινομενολογία, αν όπως υποστηρίζουν μελετητές του η «φαινομενολογία είναι πρωτίστως ένα ύφος (style)», πώς κατορθώνει ο Ποντύ να φτιάξει ύφος; Οποιαδήποτε αφήγηση είναι ικανή, άραγε, να εκφράσει τον λόγο της φαινομενολογίας; Καλύτερα: ποια γλώσσα είναι ικανή να αρθρώσει έναν λόγο για το είναι; Αποκόπτω δύο παραθέματα απολύτως δηλωτικά της στάσης που κρατάει ο Ποντύ απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα:
- O κόσμος περιζώνει ακατάπαυστα με συνεχείς εφόδους την υποκειμενικότητα, όπως τα κύματα περιβάλλουν κάτι ξεβρασμένο στην ακρογιαλιά.» (Πρωτ.: «C’est parce qu’il vient sans cesse assaillir et investir la subjectivité comme les vagues entourent une épave sur la plage »
- Σκέφτομαι το καρτεσιανό Cogito, θέλω να τελειώσω αυτή την εργασία, αισθάνομαι στο χέρι μου τη δροσιά του χαρτιού, διακρίνω από το παράθυρο τα δέντρα της λεωφόρου.» (Πρωτ.: « Je pense au Cogito cartésien, je veux terminer ce travail, je sens la fraicheur du papier sous ma main, je perçois les arbres du boulevard à travers la fenêtre. »)
Πολλοί φιλόσοφοι θα ’βγαζαν σπυριά διαβάζοντας ένα τέτοιο είδος λόγου, μέσα από το οποίο ο συγγραφέας καμώνεται ότι κάνει σοβαρή φιλοσοφία∙ αντιθέτως, θα υπήρχαν άλλοι που θα έστηναν τρικούβερτο γλέντι – ο Νίτσε θα ήταν αναμφίβολα ένας από αυτούς. Τι συνδέει, όμως, και, κυρίως, τι διακρίνει αυτούς τους φιλοσόφους; Επιστρέφουμε στα αποσπάσματα: στο πρώτο παράθεμα ο Ποντύ θέλει να δείξει την εμμενή σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο που τον περιβάλλει∙ αναγγέλλει, με άλλα λόγια, ένα ορισμένο αδιάσπαστο δεσμό ανάμεσα στον κόσμο και σε μένα. Δεν αρκείται να μιλήσει για αυτό το δέσιμο, θα το δείξει με μια παρομοίωση∙ ξαναδιαβάζουμε τη δεύτερη περίοδο: «όπως τα κύματα περιβάλλουν κάτι ξεβρασμένο στην ακρογιαλιά». Ευθύς αμέσως ο αναγνώστης περνάει από την επικράτεια των εννοιών σε μια άλλη περιοχή, όπου οι λέξεις οπτικοποιούνται: από τις έννοιες («υποκειμενικότητα», «κόσμος») οδηγείται στην υλικότητα των πραγμάτων∙ το άδραγμα της υποκειμενικότητας στον κόσμο εικονοποιείται, παίρνει σάρκα και οστά, ο κόσμος μετατρέπεται στα «κύματα που [μας] περιβάλλουν» ενώ η υποκειμενικότητα κείται ξεβρασμένη στην ακρογιαλιά παραδομένη στην ορμή των κυμάτων που την καπακώνουν. Μπορούμε να μυρίσουμε την αρμύρα που αναδίδει αυτός ο κόσμος, μπορούμε να δούμε τους αφρούς των κυμάτων να περιζώνουν την υποκειμενικότητα – με άλλα λόγια, ο Ποντύ κάνει πράξη αυτό που εξαγγέλλει στον καθηλωτικό πρόλογο της Φαινομενολογίας της Αντίληψης: φαινομενολογία σημαίνει «[ε]πιστρέφω στα ίδια τα πράγματα». Και για να γίνει αυτό μορφή και περιεχόμενο πρέπει να συγκλίνουν – η φιλοσοφία έρχεται κοντά στο έργο τέχνης, φιλοσοφία ως έργο τέχνης. [2] Ο Νίτσε στήνει πανηγύρι στους αιθέρες.
Το δεύτερο παράθεμα είναι η πρώτη πρόταση με την οποία ο Ποντύ εισάγεται στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου του. Ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να ξαφνιάζεται διαβάζοντας ένα φιλοσοφικό βιβλίο, του οποίου η αρχή του καθοριστικότερου κεφαλαίου εκκινεί με αυτό το ανερυθρίαστο πρωτοπρόσωπο «Σκέφτομαι το καρτεσιανό cogito» και συνεχίζει με την παραδοχή «θέλω να τελειώσω αυτή την εργασία». Τι απέγινε η παθητική φωνή και η απρόσωπη σύνταξη; Που πήγε το ακαδημαϊκό ήθος υπαγορευμένο από τη χρήση του «α΄ πληθυντικού»; Πώς ένας στυγνός αναλυτής φυγοπονεί ομολογώντας χωρίς ντροπή στον αναγνώστη ότι «θέλω να τελειώνω αυτή την εργασία»; Εδώ όλες οι συμβάσεις πάνε περίπατο για χάρη του συγγραφικού Εγώ, προς όφελος του συγγραφέα, της μόνης ικανής περσόνας να αποκαλύψει τη δημιουργική ορμή μιας μη αναγώγιμης, μη ανταλλάξιμης υποκειμενικότητας. Κοντολογίς, ο ανώνυμος μελετητής, ο μέχρι πρότινος κρυμμένος πίσω από παθητικές συντάξεις και πρωτοπρόσωπους πληθυντικούς, γίνεται το αναπαλλοτρίωτο, αναντικατάστατο Εγώ, αποκτάει όνομα και λέγεται Μωρίς Μερλώ-Ποντύ. Η συνέχεια του παραθέματος κρατάει το ίδιο προσωποκεντρικό μοτίβο: «αισθάνομαι στο χέρι μου τη δροσιά του χαρτιού, διακρίνω από το παράθυρο τα δέντρα της λεωφόρου». Το ξετύλιγμα της σκέψης του Ποντύ που αφορά το κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Cogito» δεν μπορεί παρά να καθοδηγείται από δύο ενεργήματα απολύτως ουσιαστικά για την κατανόηση του Cogito: το ενέργημα της αφής και της όρασης – απαραίτητα συμπληρώματα του συνεκτικού όλου που ορίζει το αισθάνεσθαι. Γράφει αλλού ο Ποντύ: «Το αισθάνεσθαι είναι αυτή η ζωτική επικοινωνία με τον κόσμο, η οποία μας τον καθιστά παρόντα ως οικείο τόπο της ζωής μας». Ο συγγραφέας Ποντύ μάς εισάγει στο «Cogito» αισθανόμενος «στο χέρι [του] τη δροσιά του χαρτιού», ενώ «διακρίν[ει] από το παράθυρο τα δέντρα της λεωφόρου». Το ζήτημα της σωματικότητας έρχεται σε πρώτο πλάνο – η επιτέλεση της συγγραφής ολοκληρώνεται μέσα από τη διαμεσολάβηση της αφής που συνεπάγεται την εγγύτητα με τον κόσμο. Το βλέμμα που γαντζώνεται στα δέντρα της λεωφόρου συμπληρώνει ιδανικά τον καμβά∙ ο δρόμος που θέλει να οδηγήσει ο Ποντύ τη φαινομενολογία του –αυτός ο κόσμος «πριν από τη γνώση για τον οποίο μιλά πάντα η γνώση»– , δεν θα μπορούσε να συμβεί αποσχισμένος από εμένα, χωρίς δηλαδή το βλέμμα μου, δίχως την αφή μου – με μια λέξη, χωρίς το σώμα μου. Άρα ο δρόμος γίνεται μονόδρομος: γράφω ολόκληρος, με σάρκα και οστά.–
ΝΣ
*φωτογραφία: π.κρίνος
[1] Mωρίς Μερλώ-Ποντύ, Φαινομενολογία της αντίληψης, (μτφρ. Κική Καψαμπέλη), Αθήνα, Νήσος, 2016. Βλ. και το πρωτότυπο: Maurice Merleau-Ponty, La Phénoménologie de la Perception, Paris, Gallimard, 1945.
[2] Βλ. το κείμενο: https://saligari.net/a-kritika/h-filosofia-ws-ergo-texnhsgia-ton-nietzsche-kai-ton-zaratoustra/