Το βιβλίο κρίνεται από το εξώφυλλο: η Ιστορία του Ματιού του Ζορζ Μπατάιγ

Υπάρχουν κάτι τύποι, περίεργοι τύποι, που πριν αγοράσουν ένα βιβλίο σπεύδουν να το μυρίσουν, να το χαϊδέψουν, ή με το πάσο τους χαζεύουν το εξώφυλλο ― κάτι τέτοιοι τύποι ―για πολλούς αστοιχείωτοι, εύκολα θύματα του marketing―, έχουν αναγνωρίσει κάτι ζωτικό, κάτι οργανικό, κάτι που παραμερίζεται συχνά ως ακατανόητη συνθήκη: ότι ένα βιβλίο σφύζει από ζωή. Γιατί ζωή δεν έχουμε μόνο οι άνθρωποι, ζωή έχουν και τα βιβλία· γιατί σώμα δεν έχουμε μόνο οι άνθρωποι, σώμα έχουνε και τα βιβλία: διαβάζω ένα βιβλίο σημαίνει ότι μάτια, όσφρηση και αφή επαγρυπνούν ― το βιβλίο γίνεται ο χώρος μιας μοναδικής αισθητηριακής εμπειρίας· καθόλου τυχαίες λοιπόν οι ένσαρκες μεταφορές, όπως «ράχη» και «αυτιά», για να χαρακτηρίσουμε συγκεκριμένα μέρη του βιβλίου.

Στην ένσαρκη αυτή διάσταση του βιβλίου εκείνο που ξεχωρίζει είναι αναμφίβολα το εξώφυλλο. Το εξώφυλλο είναι το πρόσωπο του βιβλίου ― και λέγοντας «πρόσωπο» δεν εννοώ κάτι που χτίζει σχέσεις εξωτερικές με το υπόλοιπο σώμα, αλλά, αντιθέτως, κάτι απολύτως οργανικό, εσωτερικό, κάτι που ζωογονεί και διαποτίζει ολόκληρο το σώμα: αν το βιβλίο λοιπόν είναι το σώμα, τότε το εξώφυλλο είναι το πρόσωπό του. Όταν λέμε επομένως ότι το τάδε βιβλίο έχει ωραίο εξώφυλλο δεν εννοούμε ότι έχει απλώς όμορφη όψη, αλλά ότι το εξώφυλλό του δημιουργεί μια σχέση ζωτική, μια σχέση αλληλεπιδραστική με το όλον.

Για να φωτίσω αυτή τη σχέση δίνω ένα παράδειγμα. Η Ιστορία του Ματιού του Ζορζ Μπατάιγ. Πόσο θα άλλαζε η προσληπτική ενέργεια της Ιστορίας του Ματιού αν στο εξώφυλλό του κυριαρχούσε ένα κίτρινο καναρινί με ό,τι χαρμόσυνο αυτό αναγγέλλει; Ή, στην περίπτωση ενός εικαστικού εξώφυλλου, αν φιγουράριζε το ηλιόλουστο Γεύμα στη Χλόη του Εντουάρ Μανέ, ή κάποια νεοκλασικιστικής τάξεως σύνθεση του Ζακ-Λουί Νταβίντ; Θα είχαμε να κάνουμε τότε με μια τυπική περίπτωση βιβλίου-γαρίδας: πετάω το κεφάλι για να φάω το υπόλοιπο. Τέτοιες δυϊστικές προσεγγίσεις εδώ δε χωρούν. Η απόλαυση για να είναι ουσιαστική, για να είναι δηλαδή απόλαυση, πρέπει να είναι ολόκληρη ― αλλιώς να μην είναι.

Και μια ολόκληρη απόλαυση δοκιμάζει ο αναγνώστης που θα διαβάσει την Ιστορία του Ματιού από τις εκδόσεις Άγρα, στην ωραία μετάφραση του μαιτρ του είδους Δημήτρη Δημητριάδη. Όλο το βιβλίο διέπεται από μια οργανική ενότητα. Το εξώφυλλο κοσμεί το έργο του ζωγράφου Γιώργου Χατζιμιχάλη, έργο απολύτως ταιριαστό με το περιεχόμενο του βιβλίου. Εδώ δεν έχουμε ανάγκη από μια παραστατική-εικονιστική ζωγραφική, η οποία μας αφηγείται ιστορίες ― τίποτα τέτοιο δεν χωράει σε μια τέτοια λογοτεχνία. Η αφήγηση δεν χαρακτηρίζεται από μια εύτακτη δομή, δεν υπάρχει αρχή-μέση-τέλος, όλα γίνονται σμπαράλια ― γιατί γίνονται όμως όλα σμπαράλια; Επειδή βρισκόμαστε μπροστά από ένα βιβλίο που διεκδικεί από τον αναγνώστη μια ριζική ανατροπή, του ζητάει να μπει σε αυτόν τον χώρο ―στον χώρο της λογοτεχνίας― αφήνοντας πίσω τις προκατασκευασμένες αντιλήψεις και τα προειλημμένα σχήματα ― η λογοτεχνία γίνεται ένα αίνιγμα, ένα αίνιγμα που καταργεί τα αιτιοκρατικά σχήματα ―ένα και ένα κάνουν δύο―, τους φυσιοκρατικούς κύκλους ―τη νιότη διαδέχεται η παρακμή και ο θάνατος―, ζητώντας του τελικά την απόλυτη παράδοση στους κόλπους του (τους κόλπους τίνος πράγματος;). Μια λογοτεχνία που μιλάει για τον ερωτισμό ―για τον ερωτισμό, όχι για τη σεξουαλικότητα―, δεν μπορεί να διεκδικεί τίποτα άλλο πέρα από αυτή την έσχατη παράδοση. Για αυτό και το αίμα ― ακριβέστερα, η διαλεκτική δύναμη που αναβλύζει από το αίμα ανάγεται σε κινητήρια δύναμη του έργου: το αίμα είναι ζωτική πηγή, αφού αίμα κυλάει στις φλέβες για να ζήσουμε· το αίμα όμως είναι αυτό που χάνουμε στον θάνατο μας, χωρίς αίμα είμαστε νεκροί. Δύο εικόνες σε μία ― συνύφανση των αντιθέτων: η ζωή προϋποθέτει το αίμα, ο θάνατος το ίδιο.

Το εξώφυλλο του Χατζιμιχάλη παίρνει σοβαρά αυτή την πτυχή του βιβλίου. Το εικαστικό αυτό έργο δεν ζητάει τίποτα, δεν ζητάει τίποτα, συγχρόνως όμως απαιτεί και τα πάντα: δεν ζητάει τίποτα, γιατί είναι όλα μπροστά μας, εύληπτα και ευκρινή· απαιτεί τα πάντα γιατί διεκδικεί το βλέμμα μας, ζητάει το βλέμμα να επικεντρωθεί στις κυμαινόμενες εντάσεις, στις οριζόντιες, κάθετες γραμμές, στις καμπυλώσεις και στις κόκκινες κηλίδες ―κηλίδες αίματος, τι άλλο;― που άτακτα πασαλείβουν την άσπρη επιφάνεια. Αφηρημένη ζωγραφική ― αφηρημένη όμως δεν σημαίνει χωρίς νόημα, απλώς το νόημα δεν εγκλωβίζεται σε κλειστά συστήματα, διαζευκτικές έννοιες και προδιαγεγραμμένες πορείες, το νόημα, αντιθέτως, διανοίγεται πέραν, όπως πέραν διανοίγεται και το έργο τέχνης. Εν προκειμένω: το κόκκινο είναι η διαλεκτική δύναμη του αίματος, δύναμη ικανή να συνυφάνει έρωτα και θάνατο (: το θέμα του έργου)· το άσπρο είναι το inside story που ο αναγνώστης πρέπει να διαβάσει το βιβλίο για να το καταλάβει: άσπρα είναι τα αυγά που τοποθετεί άλλοτε στις μασχάλες, άλλοτε στα σκέλια για να τα σπάει η Σιμόν, το γάλα επίσης έχει σημαίνοντα ρόλο σε παρόμοια περιστατικά, ταυτόχρονα σηματοδοτεί και την αγνότητα, την αφετηριακή καταγωγή του ανθρώπου: το γάλα βγαίνει από τους μαστούς της μάνας, από τα οποία το ρουφά με λαχτάρα το μωρό ― έτσι μεγαλώνουμε γεροί, υγιείς.

Αλήθεια, ποιος είπε ότι δεν πρέπει να κρίνουμε τα βιβλία από τα εξώφυλλα;

ΝΣ

 

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

«Άλμα ανόδου του ΕΚΠΑ» και άλλες τέτοιες ασυναρτησίες

Για όσους/ες είμαστε ακόμη στα Πανεπιστήμια τρώγοντας εκεί τις...

Aνάθεμα στην ποίηση

Ό,τι αγαπώ το υπερασπίζομαι. Τη δουλειά, τους οικείους, το...

Ερμηνεύοντας θανάτους: Goodbye, Lindita

Μου πήρε δυο βδομάδες να συνέλθω. Το λες και...

Για ένα τελευταίο βλέμμα. «Περασμένες ζωές» («Past Lives»)

  «Τι θα γινόταν αν;» - Δεν ξέρω - Ούτε εγώ *** Αναρωτιέμαι: «τι...