Ανάσταση στην Πειραιώς

Ανάσταση στην Πειραιώς

Πρώτο Πάσχα στην Αθήνα φέτος, πρώτο μακριά απ’ το νησί κι είχα εξ αρχής μιαν αγωνία: πώς μακριά απ’ όλα τα συνηθισμένα θα νιώσω λίγο τη γιορτή; Αυγά δεν θα ’βαφα, μαγειρίτσα ούτε λόγος, Επιτάφιος στον Ανάβατο επ’ ουδενί, πώς θα την καταλάβαινα τέλος πάντων τη γιορτή; Σταδιακά την ψιλοξέχασα την αγωνία –σιγά το πράμα δηλαδή– είπα θα βρεθώ με φίλους, θα πάμε βόλτες, λίγες μέρες ξεκούραση κι όλα περίφημα.

Έτσι λοιπόν, προχθές, Μεγάλο Σάββατο, που ήταν 1η Μάη αλλά μάλλον όχι Πρωτομαγιά, οργανώσαμε ένα ολιγάνθρωπο, ημερήσιο πικ-νικ στου Φιλοπάππου.

Γυρνώντας ποδαράτος κατά το μούχρωμα προς το σπίτι, με πιάσαν ψαλμωδίες μεγαφωνικές. Πρέπει να ήτανε η ώρα εννιά παρά και μες σε μια γλυκιά ζάλη από πρώτης ποιότητος τσικουδιά, με λίγο ιδρώτα στο κούτελο, χωμάτινα σημάδια στα παπούτσια κι ένα μισοφαγωμένο τσουρέκι στην τσάντα μου, έμοιαζε πια περισσότερο τελείωμα Πρωτομαγιάς. Είχα σχεδόν ξεχάσει πως είναι Πάσχα και μάλιστα Μεγάλο Σάββατο, ώσπου βγαίνοντας στην οδό Θερμοπυλών είδα λαό συναγμένο έξω από τον Άγιο Γεώργιο. Η Ανάσταση προγραμματισμένη για τις εννιά θυμήθηκα, και παρόλο που ήμουνα έτσι λέτσος, λέω πα να νιώσω λίγο Πάσχα. Ο Χριστός θα με δεχθεί, ο παπάς μπορεί να με διώξει.

Ο Άγιος Γεώργιος είναι μια όμορφη, πέτρινη, παλιά εκκλησιά με ευρύχωρο τετράγωνο προαύλιο με παγκάκια. Την έφτιαξε ο Τσίλερ πριν ένα και βάλε αιώνα, λίγο πιο κάτω από την πλατεία Κουμουνδούρου, ζωσμένη σήμερα ανάμεσα σε λεωφόρους και πολυκατοικίες, εκεί που ήτανε παλιά το Ορφανοτροφείο Χατζηκώνστα, με τους πανύψηλους φοίνικες ολούθε, βαλμένη πάνω στην Πειραιώς, στις παρυφές του τοπικού μας China town, απέναντι από παρακμιακά κέντρα διασκεδάσεως.

Λίγο το σκέφτηκα και χώθηκα στην αυλή της. Με τα πρώτα εξεταστικά βλέμματα τριγύρω, δεν ένιωσα τόσο Πάσχα, όσο άνετα και παράξενα. Κατάλαβα πως στο πλήθος της αυλής δεν ήμουνα παράταιρος. Οι καλοντυμένοι εδώ δεν ήταν πλειοψηφία, θέλω να πω στη Χίο η Ανάσταση είναι πασαρέλα, εδώ τα γιορτερά τους λίγοι τα φοράγαν. Γύρω συνυπήρχαν άνθρωποι που υπό κανονικές συνθήκες αναμετάξυ τους δεν πολυσυμπαθιούνται. Οι κινέζοι από τα μπαλκόνια τους, μοναχικοί γέροι με κοστούμι και σπορτέξ, λίγες καλοντυμένες φαντίνες, οι νεαροί Πακιστανοί που ήταν εκεί πριν έρθουνε οι άλλοι, οικογενειάρχες Αλβανοί, μετρημένες κυρίες μιας κάποιας ηλικίας που με τα βιβλιαράκια ανά χείρας μουρμουρίζαν τα τροπάρια.

Μ’ άλλα λόγια, οι άπιστοι ήσαν εδώ περισσότεροι από χριστιανούς και χριστιανίζοντες. Όσοι καθόλου δεν είχανε νηστέψει ήσαν περισσότεροι· σχετική βέβαια κι η νηστεία. Άλλοι νηστεύουνε ολόκληρο τον χρόνο κι όχι για λόγους θρησκευτικούς. Κάτι ακόμα μου ’λεγε πως σ’ αυτό τ’ άναρχο πλήθος του προαυλίου, ούτε μαζική μέχρι σκασμού κρεατοφαγία θ’ ακολουθούσε για τους περισσοτέρους την επομένη.

Σαν ήρθε η ώρα να βγει έξω κι ο παπάς να πει «Χριστός Ανέστη», φάνηκε στιγμιαία να μουτρώνει στη θέα μας, –δεν είχαμε και λαμπάδες εκτός των άλλων–, μάλλον κάθε χρόνο του λιγοστεύουν οι καθώς πρέπει χριστιανοί στο ποίμνιο. Δεν πτοήθηκε όμως, σου λέει τη δουλειά μου θα την κάνω, κι αν την κάνω και με κέφι ακόμα καλύτερα. Λέει ψαλμουδιστά το πρώτο «Χριστός Ανέστη», αναπτερώνεται μετά, «όλοι μαζί» συνεχίζει σαν αοιδός σε κέντρο. Ανάσταση!

Εκείνα τα δεκαπέντε-είκοσι λεπτά που στεκόμασταν ήσυχοι στην αυλή της εκκλησίας, κοιτώντας συχνά τον ουρανό, κάτι μοιραζόμασταν. Δεν ήταν κατάνυξη. Ούτε τίποτα το θεϊκό. Ήταν πως στη συνύπαρξη αυτή την ετερόκλιτη, υπήρχε κάτι το κοινοτικό, μια αναλαμπή καλοσύνης κι ανεκτικότητας. Περπατώντας προς το σπίτι, ανακάλεσα τη φράση του Σιοράν: «Γιατί εμείς οι μοντέρνοι καταργήσαμε τα προσκυνήματά μας;».

Διγ.

Author

Ο Διγ. νομίζει ότι στο παιδικό του δωμάτιο είχε αφίσες του Μαρξ, του Βάλτερ Μπένγιαμιν, του Γιώργου Μαζωνάκη και του Γιώργου Καραγκούνη. Η μόνη που δυόμισι δεκαετίες τώρα δεν έχει αποκαθηλωθεί είναι του Μαζωνάκη. Γι’ αυτό είναι σίγουρος. Ακόμη, έφαγε πάρα πολύ ξύλο για να μάθει γράμματα και ως εκδίκηση σπουδάζει εννιά χρόνια τώρα. Συμπαθεί τις λέξεις με αρχικό γράμμα το βήτα, όπως βιρτουόζος, βανδαλισμοί, βαρυσήμαντα, βότκα και Βλαδιβοστόκ, ενώ αποστρέφεται εκείνες που ξεκινούν από κάπα, όπως καπιταλισμός, κόλαση, κολαούζος, καλλίπυγος και κατενάτσιο. Το μόνο που τον παρηγορεί είναι η απαρασάλευτη πίστη του στην αλτουσεριανή ρήση κατά την οποία: «το μέλλον διαρκεί πολύ».