Προχθές λοιπόν την Κυριακή βγήκε ο κόσμος της Κυψέλης και των πέριξ να διαδηλώσει την αγανάκτησή του απέναντι στην αστυνομική βία, το «ως εδώ» του στον κυβερνητικό αυταρχισμό. Ήταν πολύμορφη και ζωντανή πορεία. Με ποδήλατα και με πολύχρωμα μπαλόνια κάποιες, άλλοι με τα σκυλάκια τους στα χέρια, οι περισσότεροι με τις φίλες και τους φίλους. Μια κυριακάτικη ανάσα στη μαυρίλα των καιρών. Βάδισμα συλλογικής ανάτασης, ψιλό πειραχτικό κουβεντολόι και συνθήματα ουρανομήκη. Ήταν εκεί και το Σαλιγκάρι αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ.
Κάποια στιγμή στης πορείας τον ρου, αφού είχαμε αφήσει πίσω την πλατεία Πρωτομαγιάς και την Ευελπίδων, ανηφορίζαμε την –αισθητά στενότερη και βαριά πυκνοκατοικημένη– οδό Κυψέλης. Με σκουντά ξαφνικά η Σόφι λ. και μου δείχνει με το δάχτυλο ψηλά, κάπου προς τ’ αριστερά. Εκεί, μια γηραιά κυρία στο μπαλκόνι της χειροκροτούσε τη διαδήλωση. Μένω στιγμιαία στάσιμος και την κοιτώ. Ο πίσω κόσμος, κανονικά προχωρώντας μου πατά το παπούτσι. Συνεννοούμαστε με τα μάτια και με κάτι σκόρπιες λέξεις με τη Σόφι. Λέμε «συγκινητικό», λέμε «ανατρίχιασα νομίζω». Και συνεχίζουμε τη στράτα μας και σε λίγα λεπτά είναι κι άλλοι στα μπαλκόνια τους· οικογένειες με παιδάκια να χτυπούν παλαμάκια και γονείς να μας χαιρετούν με υψωμένες τις γροθιές τους· αλλού, σε ψηλότερα μπαλκόνια, άνθρωποι μοναχικοί και ηλικιωμένοι με κάθε τρόπο δείχνουν την αλληλεγγύη τους. Εμείς φοράμε μάσκες διπλές, πλατιές που κρύβουν τις συσπάσεις από τα πελώρια χαμόγελα εκείνων των στιγμών. Προχωράμε με μιαν άλλη ώθηση τώρα. Ανασκουμπωμένοι; Αγαλλιασμένες; Με βήμα παλμικό, γοργότερο σίγουρα.
Δυο μέρες μετά, προσπαθώ να καταλάβω γιατί τόσο με συγκίνησαν οι άνθρωποι των μπαλκονιών την Κυριακή. Δεν είναι δα η πρώτη φορά που περνά από κάπου μια πορεία και βλέπεις κρεμασμένους ορισμένους στα μπαλκόνια τους. Σκέφτομαι όμως πως προχθές κανείς και καμιά από τους ανθρώπους των μπαλκονιών δεν είχε εκείνο που συνήθως έχουν. Κανείς και καμιά δεν κράταγε κινητό. Όλοι είχαν τα χέρια τους ελεύθερα είτε για να τα κάνουν γροθιά να τα υψώσουν, είτε για να τα τσουγκρίσουν μεταξύ τους σε χειροκρότημα διαρκές. Δεν θέλαν να την κρατήσουν ψηφιακά την πορεία για να τη δείξουν έπειτα σε συγγενείς και φίλους. Αχρείαστο αλήθεια. Ήταν όλοι έξω, κανείς και καμιά δεν χρειαζόταν να την δει μετά.
Διγ.
*Εικόνα: κάπα μικρό