Πιστοί του καφενείου

Στη γειτονιά μου, στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας, έχουν επιβιώσει μονάχα δυο καφενεία.  Μιλώ για τα παλιά καφενεία, τους καφενέδες­· αυτά που τ’ όνομά τους είναι γραμμένο σ’ επιγραφή κοκα-κόλα, το τηλέφωνο –αν υπάρχει– φέρει 7 ψηφία μόνο, οι καρέκλες ξύλινες με ψάθα, η βιτρίνα τους υψηλή, διαμπερής και γυάλινη από λεπτό γυαλί, κι ο καμπινές τους συνήθως ζέχνει  –μα κανένας δεν πολυσκά γι’ αυτό.

Εκείνα τα καφενεία που μες στην παλιακότητά τους διατηρούν συχνά και μιαν ορισμένη εσάνς παρατυπίας· το ένα, λόγου χάρη, εδώ, στο πίσω μέρος του, τ’ απέξω αθέατο έχει τρία στρόγγυλα τσόχινα τραπέζια, «τσιγάρο, πρέφα και καφέ», και τ’ άλλο προσφέρει στους θαμώνες αργιλέ αράπικο. Αυτά τα καφενεία που δεν μπορείς να τα πεις «καφέ», που από ουίσκι έχουν μόνο Τζόνυ κόκκινο και το σερβίρουν κιμπάρικα σε νεροπότηρο, συνοδευμένο από φιστίκια –μόνο φιστίκια, οι ξηροί καρποί είναι εδώδιμο άλλων τόπων–.

Αυτά που ο ηλικιακός τους μέσος όρος βρίσκεται στα 65 άνω και σαν παλιά πηγαίναμε με τον φίλο μου τον Πασχάλη να δούμε τον Παναθηναϊκό, μας περιεργαζόντουσαν λιγάκι, λέγαν καμιά κουβέντα στη «νεολαία» κι έπειτα γρήγορα μας ξαναχάριζαν τη διακριτική αδιαφορία τους.

Θαμώνες μερακλήδες κι άνθρωποι ντόμπροι. Πειράγματα, αθυροστομίες, ψιλό κουβεντολόι, εφημερίδα, χαρτάκι, τρόπος του κοινωνάν πρωτόπλαστος, τραχύς κι αγνός.

Αυτοί οι άνθρωποι που τόσο κακολογήθηκαν από τον κυρίαρχο νεοπουριτανικό λόγο, αυτά τα υπολείμματα ανατολίτικου ραχατιού κι αμεσοδημοκρατικής συνεύρεσης, αυτοί οι απείθαρχοι που δεν καταλαβαίναν από λόγους επιστημονικούς, που δεν καταφέραν να κρύψουν στη μάσκα τη μυτούλα τους, αυτοί οι ιδαλγοί της ραστώνης, οι μύστες, οι πιστοί, οι καφενόβιοι, εκείνα τα τεκμήρια καθυστέρησης, που δεν πίναν το εσπρεσάκι τους γοργά πριν τη δουλειά, μα με τις ώρες λιβανίζαν ελληνικούς.

Όλον αυτόν τον ισόβιο καιρό της καραντίνας, τους έβλεπα να μαζεύονται και να στέκονται έξω απ’ τα κλειδαμπαρωμένα στέκια τους. Όρθιοι ή σε πεζούλια, κάθε μέρα εκεί. Έλεγα στην αρχή: «μα καλά δεν φοβούνται; Είναι κι ευπαθείς ομάδες, τι συναθροίζονται έτσι αντάμα κι αδιαλείπτως;». Ύστερα σκέφτηκα πως φοβούνται και φαίνεται ο φόβος τους. Κι αποστάσεις κρατούσανε και μάσκες κουτσοφοράγανε, προσέχανε. Αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Δεν μαζεύονταν έξω απ’ το καφενείο για διασκέδαση, τα μαγαζιά αυτά δεν είναι καν στέκια τους. Είναι των σπιτιών τους προεκτάσεις. Λένε κι οι ειδήμονες για φούσκες. Εδώ δεν είναι φούσκα. Είναι φουσκάλα ελληνικού σε αναμονή. Είναι ευλαβικό κερί στη συνήθεια και στην επαφή.

Τώρα που πια είναι εμβολιασμένοι, τους βλέπω φανερά πιο γελαστούς, πιο αλαφρωμένους· οι αποστάσεις παραβιάζονται ευκολότερα, τα πεζούλια αθροίζουν περισσότερους. Σήμερα, καθώς περνούσα, πετάγεται ξάφνου ένας πάππους να χαιρετήσει στ’ απέναντι πεζοδρόμιο τον φίλο του: «Χαίρε Κωστή, Ανάσταση εμείς από Δευτέρα!».

Διγ.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το καλοκαίρι του ’04

«Παρ’ το σβουράτσι από κει και κάτσε» πρότεινε πατρικά...

Η τρύπα στο ταβάνι

Ζήτημα να ’μεινες πεντέξι μήνες σε κείνο το σπίτι....

Ο πόνος των χεριών

Πήγα σήμερα στο μακρινό σούπερ μάρκετ, στο μεγάλο, ξέρεις,...

Θανατικό

Τον τελευταίο καιρό πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι κάθε ηλικίας στον...