Πού πάει η μουσική όταν τελειώνει;

This isn’t happening, I’m not here

Κάθομαι αναπαυτικά στον καναπέ του σαλονιού μου, στο πιο ζεστό από τα δωμάτια του σπιτιού κι ακούω ξανά το Kid A. Όταν η τελευταία νότα του δίσκου εκπνέει και η σιωπή επικρατεί μέσα στο ηλιόλουστο μεσημεριανό σαλόνι, αναρωτιέμαι: Πού να πηγαίνει, άραγε, η μουσική όταν τελειώνει; Το ερώτημα μου κάθεται στο λαιμό. Επεκτείνεται. Πού πηγαίνει όλη αυτή η ζωή που ξεδιπλώνεται μπροστά στα μάτια και τ’ αυτιά μου όσο ηχούνε τα όργανα κι οι στίχοι;
Προτού μπορέσω να αντιληφθώ ακριβώς πώς οδηγήθηκα σε αυτόν τον κατά τ’ άλλα αλλοπρόσαλλο προβληματισμό, το στομάχι μου σφίγγεται κι αρχίζω να σκέφτομαι:

Η μουσική πηγαίνει στο Καράκας της Βενεζουέλας. Στις φτωχογειτονιές, όπου ένας περίπατος μπορεί εύκολα να σου κοστίσει τη ζωή.
Πηγαίνει στους σκουπιδότοπους: κρύβεται σε τενεκεδάκια, σε πλαστικούς κουβάδες και λερωμένα πανιά. Ή, άλλοτε, συνοδεύει τα βήματα ενός 14χρονου κοριτσιού στον δρόμο της προς το μάθημα βιολιού.
Πηγαίνει στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Εκεί που οι άνθρωποι αναμετρώνται με τις καταχρήσεις, εκεί που βρίσκουν καταφύγιο οι «διαφορετικοί».
Κάποτε έφτασε ως τα μπαλκόνια της Χιλής, όταν η φωνή εκείνης της σοπράνο αντήχησε μέσα στη νύχτα και τη σιωπή του πινιερικού καθεστώτος.
Μέχρι κι έξω ακριβώς από το σπίτι μου πηγαίνει. Διότι σε μια γειτονιά όπως η Κυψέλη, μέσα στο κέντρο της Αθήνας, η μουσική βρίσκει για πλάκα πενήντα, εκατό, διακόσια προσφυγόπουλα να τους κρατά το χέρι.

Στην Ελλάδα του 21ου αιώνα αλλά και σε πάρα πολλά άλλα μέρη του κόσμου, η ζωή των περισσότερων ανθρώπων τραβάει τη μεγάλη ανηφόρα.
Όλοι, όλες και όλα κινούμαστε προς τη δυσκολότερη αναμέτρηση της εποχής μας: να μην χαθεί οριστικά και αμετάκλητα η ευαισθησία. Να μην ξεπεράσουμε την ανθρωπινότητά μας. Στόχος ενδότερος να καταφέρουμε νέες κοινοτικές δομές, όπου το εγώ και ο άλλος δεν θα λειτουργούν ως δεσμοί, αλλά ως τρόποι ελευθερίας. Οι ουσιοκρατικές και οι αδρανείς μορφές κοινότητας να γίνουν παρελθόν. Η ταυτότητα θα ανασημασιοδοτηθεί — να πάψουμε να είμαστε αόρατοι.
  Κάθομαι στον αναπαυτικό καναπέ του σαλονιού μου, στο πιο ζεστό από τα δωμάτια του σπιτιού, έχοντας παίξει κι ακούσει μουσική όλο το πρωί· ανακαλώ τα λόγια του Jose Antonio Abreu από μια παλιά του συνέντευξη: «Φτώχεια είναι να νιώθεις ασήμαντος.[…]Είναι η περιθωριοποίηση και η ανωνυμία».
Ίσως κατα βάθος, η μουσική να πηγαίνει πάντα σε αυτούς που τη χρειάζονται περισσότερο.

 

Σόφι λ. 

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Μπλε κουβέρτα

Λίγο πριν αποφασίσουμε πως το κορίτσι μας τελικά θα...

Έμιλυ

στην Α. στις σιώπες που συναντιόμαστε Έ μ ι λ...

Επικαιρότητα

Πάλι ταράχτηκαν οι άντρες κι αγορεύουνε Τηρούν με πάθος τις...

Από την ποίηση του δρόμου στην ποίηση της φροντίδας και πάλι πίσω

Κυριακή 12 Νοέμβρη 2023, Περιβολάκι   Από την ποίηση του δρόμου στην...