Θέλεις να με παντρευτείς;

Έτυχε σήμερα να περάσω χρόνο με τις ξαδέρφες μου. Μετά από καμιά ώρα παιχνιδιών κι αθλοπαιδιών, ζήτησα πέντε λεπτά να κάτσουμε στους καναπέδες ήσυχα, ει δυνατόν αμίλητα, να σκεφτούμε ας πούμε πώς θέλουμε να περάσουμε το καλοκαίρι. Η μικρή, που τέλειωσε μόλις τη δευτέρα δημοτικού, μετά από πεντέξι δευτερόλεπτα ολοφάνερα αθέλητης σιωπής, μου λέει γεμάτη ενθουσιασμό: «να φέρω να σου δείξω το άλμπουμ με τις φωτογραφίες απ’ το σχολείο;». «Γιατί, Εύα μου, σκέφτηκες κιόλας πώς θα το περάσεις το καλοκαίρι;». «Έλααα, σε παρακαλώ. Να το φέρω;». «Θα είμαστε καθιστοί και ήρεμοι στον καναπέ άμα το φέρεις;». «Ναι, ναι. Το φέρνω». Το φέρνει λοιπόν στ’ άψε σβήσε, ένα κλασικό λεύκωμα αναμνηστικών σχολικών φωτογραφιών, μια δυο ομαδικές όλη η τάξη, κι ατομικές χωριστά όλες οι συμμαθήτριες κι οι συμμαθητές. Μου τις δείχνει, μου λέει τις φίλες της και φτάνουμε στον Αντρέα, ένα ασχημούτσικο, θλιμμένο αγοράκι, μ’ ένα ύφος ή πολύ προβληματισμένο ή πολύ αγελαδινό. Αδιόρατο τι απ’ τα δύο. «Αυτός είναι ο Αντρέας, θα τον παντρευτώ». «Εκείνος το ξέρει; Θέλει;». «Θέλει κι εκείνος». «Όλα καλά τότε, με την ευχή μου, Εύα μου».

Σκέφτομαι από κείνη την ώρα αυτόν το μηχανισμό, αυτή την αυτόματη, αιώνια κι απαράλλακτη, φράση που όλες κι όλοι είπαμε κάποτε, στο νήπιο ή στα μικρά χρόνια του δημοτικού, για το κορίτσι ή τ’ αγόρι που μας άρεσε. «Θα τον παντρευτώ». Είχα τελείως ξεχάσει πως έτσι εκφράζεται η πρώτη πρώτη μαθητεία στην έλξη. Με τη βαριά κι ολοκληρωτική δέσμευση του γάμου. Πριν καν μάθεις την προπαίδεια του τρία, μοιράζεις με παρρησία γαμήλιες υποσχέσεις για να δέσεις το εκάστοτε αίσθημα. Την εποχή που τα δόντια σου κουνιούνται και πέφτουν και φυτρώνουν μετά άλλα, άμα «αγαπάς» τον Αντρέα ή τη Μελίνα, θα τον/την παντρευτείς. Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.

Πόσα εκπληκτικά, μετεωρικής μεταξύ τους απόκλισης, στάδια αλλάζει το λεξιλόγιο της αγαπητικής, ερωτικής έλξης. Το «θα τον παντρευτώ» λίγα χρόνια αργότερα ελαφραίνει, γειώνεται, και γίνεται «θέλεις να τα φτιάξουμε» ή «τα χαλάσαμε». Μετά, σχέση, ξεπέτα, δεσμός, «το μεταξύ μας», «ερωτική συμφωνία» κ.ο.κ. Ο γάμος, κάπου στα φοιτητικά, πρώιμα μεταφοιτητικά χρόνια, έχει χαθεί τελείως απ’ το προσκήνιο· οι γονείς μας παντρεύονταν, εμείς ασκούμαστε στον έρωτα. Ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα. Δεν θέλω πια να σε παντρευτώ. Είμαι σίγουρος. Και πάνε μετά οι άνθρωποι και παντρεύονται, αλλά ποτέ τον Αντρέα ή τη Μελίνα.        

 

Διγ.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το καλοκαίρι του ’04

«Παρ’ το σβουράτσι από κει και κάτσε» πρότεινε πατρικά...

Η τρύπα στο ταβάνι

Ζήτημα να ’μεινες πεντέξι μήνες σε κείνο το σπίτι....

Ο πόνος των χεριών

Πήγα σήμερα στο μακρινό σούπερ μάρκετ, στο μεγάλο, ξέρεις,...

Θανατικό

Τον τελευταίο καιρό πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι κάθε ηλικίας στον...