Με χρώματα αυθαίρετα και με κλεμμένες λέξεις
φαντασιώθηκα μια θάλασσα πολύχρωμη,
άναρχη.
Την περιδίνηση απαγκιστρωμένη από κάθε όρο,
κάθε όριο.
Μία αίσθηση.
Ενιαία κ’ αδιαίρετη.
-Άφθαρτη και άτμητη-
Άπληστη.
Κοιτάζοντας τον κόσμο έτσι,
τα πολλά υποσχόμενα ονόματα των ανθρώπων
για μια στιγμή έμοιασαν σχεδόν παραβολικά.
ΕΥΤΥΧΙΑ
ΕΙΡΗΝΗ
ΑΓΑΠΗ
<< Θετικοί οιωνοί>>
εκραύγαζε η πλανεμένη του ποιητική αντίληψη.
Κι όμως,
όλο εκείνο τον καιρό
της συνειδητής προσκόλλησης στην ύλη ,
κρυμμένη πίσω από τις τυμπανοκρουσίες των ορατών φαινομένων και των αοράτων,
πέρα απ’ τους φυσικούς νόμους και τους κώδικες
πιο πέρα από κάθε λογής σύμβαση,
μασκαρεμένη τις χημικές αντιδράσεις της κοχλάζουσας ύλης
– ή και μνήμης-
μία γνώριμα άγνωρη φωνή του τραγουδούσε ένα σκοπό σχεδόν ενοχλητικό:
<< Τα λουλούδια που ξετρύπισαν τη γη
Με βουλημία ερούφηξαν το φώς του ουρανού
Περιεργάστηκαν τα χρώματα δίχως επιλογή
Κι ότι επέστρεψαν στα χώματα
Ο νούς ονόμασε αρετή>>
Χ.