Αδρεναλίνη

 

Ι

 

I’m a winner, I’m a sinner

Do you want my autograph

I’m a loser, what a joker

I’m playing my jokes upon you

While there’s nothing better to do

Supertramp, ‘Breakfast in America’

 

Η ώρα είναι 17:15. Το τηλέφωνό μου χτυπάει, ενώ είμαι στο μπάνιο. Σκουπίζομαι γρήγορα, φοράω το εσώρουχό μου και βγαίνω στάζοντας σχεδόν, μιας και δε χωράνε καθυστερήσεις σε αυτές τις περιπτώσεις. Στην άλλη μεριά της γραμμής ο Μ. με ενημερώνει ότι σε δέκα λεπτά θα είναι στη γωνία κάτω απ’ το σπίτι μου. Πρέπει να βιαστώ ειδάλλως θα φύγουν. Ντύνομαι δένοντας σφιχτά τα παπούτσια μου. Φέρω επάνωμου τ’ απαραίτητα: τσιγάρα, αναπτήρα, κλειδιά και κινητό.

Είναι Μάρτης χωρίς πολύ κρύο, παρ’ όλ’ αυτά έχω ντυθεί σαν μέλος επιστημονικής αποστολής στην Ανταρκτική. Η μάνα μου με ρωτά καθώς ετοιμάζομαι να φύγωαν είμαι άρρωστος, γιατί ντύνομαι έτσι, γιατί βγαίνω συνέχεια και δε στέκομαι λεπτό, γιατί δε σκέφτομαι ότιθα πάθω πνευμονία ξανακυλώντας στο άσθμα και διαγράφοντας τις πολυετείς μου θεραπείες στο Ασκληπιείο της Βούλας, γιατί δεν ακούω κανέναν, γιατί νομίζω ότι τα ξέρω όλα. Κλείνω την πόρτα με δύναμη πίσω μου και κατεβαίνω πηδώντας τα σκαλιά. Η μάνα συνεχίζει να φωνάζει ότι «αυτή φταίει, δε φταίω εγώ», ότι «άμα θέλει μπορεί κι αυτή να κοπανήσει τις πόρτες» κι άλλα παρόμοια, δεν έχω όμως καθόλου χρόνο για το ενδοοικογενειακό μου δράμα. Ένα ασημί Φίατ με περιμένει και δεν μπορώ να αφήνω τον χρόνο να περνά. Κατεβαίνω στο δρόμο κι επιβιβάζομαι χωρίς πολλά λόγια. Έχω πραγματική ανάγκη από ένα τσιγάρο· η μέρα –ή μάλλον καλύτερα, η νύχτα– ενδέχεται να είναι μακριά.

Η διαδρομή δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη. Σε λίγη ώρα φτάνουμε στο πάρκο του Ποδονίφτη. Περίπου τριακόσιοι νεαροί άνδρες, οργανωμένοι οπαδοί της ΑΕΚ, έχουν συγκεντρωθεί περιμένοντας την άφιξη των οπαδών του Παναθηναϊκού, οι οποίοι θα πήγαιναν να παρακολουθήσουν την ομάδα τους στο ΟΑΚΑ περνώντας είτε από τη λεωφόρο Ηρακλείου είτε από την Δεκελείας. Το κλίμα είναι χαλαρό· είμαστε “εντός έδρας”, δε φοβόμαστε τίποτα, καλά-καλά δεν έχουμε καν την ανάγκη να τους στήσουμε κάποια ενέδρα. Αν μπορέσουμε και διαχειριστούμε τους μπάτσους, αν δεν έχουν προνοήσει για τυχόν ενέδρες ή παγίδες κατά τη σχεδιασμένη διαδρομή της μοτοπορείας της Θύρας 13, αν οι πλανήτες ευθυγραμμιστούν, αν δεν ανοίξει η γη να μας καταπιεί, ε, θα τους την πέσουμε. Η στιγμή αυτή, ωστόσο, αργεί ακόμη. Η ώρα είναι 17:40 και οι αντίπαλοι θα εμφανιστούν –αν εμφανιστούν– γύρω στις 19:00. Ως τότε μπορούμε να μιλάμε, να οργανωνόμαστε, να φαντασιωνόμαστε τι θα συμβεί κατά τη διάρκεια του κυνηγητού ή ακόμα κι έπειτα απ’ αυτό.

Έχω αρκετό άγχος, αλλά προσπαθώ να σκορπίζομαι στην πλατεία ανάμεσα στα άτομα που με περιτριγύριζαν καπνίζοντας συνεχώς το ένα τσιγάρο πίσω απ’ τ’ άλλο, προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Οι δεύτερες σκέψεις υπάρχουν, μα φεύγουν απευθείας μόλις κάποιος μου απευθύνει τον λόγο ή μόλις καταλάβω ότι μιλούν για μένα, άτομα από παρέες που μετράνε στο χώρο μας. Ομολογουμένως, με ξέρουν. Ακόμα κι αν δεν ξέρουν ότι είμαι ο Α., γνωρίζουν την όψη μου, την περιοχή μου, την παρέα μου, ακόμα-ακόμα και το πανό μου. Προσεγγίζω ξανά τον Μ. και τα παιδιά από τον σύνδεσμό της περιοχής μου. Τα τσιγάρα γυρνάνε από χέρι σε χέρι. Βαριές μυρωδιές, κακής ποιότητας αλβανικό χόρτο μυρίζει αμμωνία, καθαρό κάτουρο. Πολλοί γελούν και φωνάζουν, άλλοι πιο σκυθρωποί ρουφάνε με μανία κλεφτές τζούρες ξεγελώντας τον διπλανό τους. Κάποιοι μάλιστα έχουν πιεί κοκαΐνη ώρα πριν, μιας και το ’χουν σε κακό να πίνουν τα “σκληρά” μπροστά σε όλους, λες κι οι υπόλοιποι κατεβήκαμε απ’ τον Άρη. Το τσιγάρο γυρνάει και σε μένα. Το παίρνω ασυναίσθητα, την ώρα εκείνη όμως ο Λ. μου πιάνει το χέρι κοιτώντας με στα μάτια και μου λέει: «Όχι ναρκωτικά στα πεσίματα. Να είσαι αετόπουλο». Δεν προλαβαίνω να καταλάβω τι μού λέει και συνειδητοποιώ ότι το πλήθος βρίσκεται σε ξαφνική εγρήγορση. Όλοι γύρω μου ντύνονται, φορούν κράνη, γάντια μηχανής, ετοιμάζουν σιδερογροθιές, ζώνες, ενώ μερικές λάμες λάμπουν κάτω απ’ τις τελευταίες αχτίδες του ηλίου. Τρία χειροδύναμα παιδιά από τα Νότια φέρνουν έναν κάδο ανακύκλωσης, στον οποίο περιέχονται καδρόνια και σόπια, ασήκωτες μπετόβεργες από οικοδομές. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι μοιράζουν μπουκάλια γεμάτα βενζίνη και δυναμίτες κολλημένους στο πλαστικό (το γνωστό Α.Κ. όπως έμαθα αργότερα – ήταν η πανελλήνια πρώτη του σε οπαδικό σκηνικό). Αποσβολωμένος δεν ξέρω τι να κάνω. Το σόπι που μού έβαλαν στα χέρια είναι ασήκωτο. Όχι Βάζελο, ούτε τα πόδια μου δε θα μπορούσα να χτυπήσω μ’ αυτό. Έγκαιρα ο Μ. κατάλαβε τι συμβαίνει κι ήρθε κοντά μου με ένα μαδέρι.

—Παρ’ το, μου ’πε. Πάρε αυτό, άσε το σόπι. Καπνίζεις;

Του έγνεψα καταφατικά, έτοιμος σχεδόν να βάλω τα κλάματα.

     —Ωραία, τότε θα έρθεις μαζί μου.

Κι έτσι κι έγινε. Ο Μ., ρίπτης από τους λίγους, κουβαλούσε δυο τσάντες Α.Κ. Ήθελε κάποιον να του τα ανάβει γρήγορα. Τα τσιγάρα μου και τα φρέσκα πνευμόνια μου ήταν ο,τι έπρεπε γι’ αυτή τη δουλειά. Μού έδωσε τη μία τσάντα να την κουβαλάω εγώ. Το καδρόνι στο χέρι μου έμοιαζε παιχνίδι, ωστόσο δεν ήξερα αν θα κατάφερνα ποτέ να το χρησιμοποιήσω. Τη στιγμή εκείνη κι αφού συμφωνήσαμε ότι θα είμαι ο βοηθός του στην όλη επιχείρηση ακούστηκαν φωνές που πρόσταζαν να κάνουμε ησυχία.

Σ’ ένα πεζούλι του πάρκου ανεβασμένος, ο Π., παλιό κι αξιοσέβαστο άτομο, με το χαμόγελο και τον καλό λόγο πάντοτε, αλλά και με φρικώδεις ιστορίες να τον συνοδεύουν όσον αφορά την πολυετή δράση του στα γήπεδα, ετοιμαζόταν να βγάλει λόγο. Γνωρίζοντας το ποιόν του δεν ένιωσα έκπληξη· παρ’ όλ’ αυτά το στομάχι μου δέθηκε κόμπος μόλις συνειδητοποίησα ότι πολύ πιο αγέλαστοι και πολύ πιο σκληροί από τον Π. τύποι καθόντουσαν σχεδόν προσοχή περιμένοντας ν’ ακούσουν τι θα πει. Κατάλαβα ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά.

—Μόλις μας πήρανε τηλέφωνο από τα Πατήσια. Οι Βάζελοι ανεβαίνουν την Ηρακλείου. Έχουν μαζί τους καμιά δεκαριά Δελτάδες και μία κλούβα ΜΑΤ που τους πάνε από πίσω. Οι ΜΑΤάδες είναι πράσινοι. Θα ανεβούμε όλοι μαζί την Παπαναστασίου περπατώντας χωρίς φωνές. Αν περάσουμε τον Ποδονίφτη χωρίς να δούμε Αστυνομία αρχίζουμε να πηγαίνουμε λίγο γρηγορότερα προς την Ηρακλείου. Λίγο πριν τα λυόμενα και μόλις τους δούμε, ξεκινάμε να τρέχουμε κατά πάνω τους.

Παύση. Δεν ακούγεται τίποτα. Σαν τις ταινίες, ανεπαίσθητοι ήχοι συμπληρώνουν το κάδρο: ένα μηχανάκι, ένα κοτσύφι. Η καρδιά μου κοντεύει να σπάσει.

—Αν τους πάρουμε, τους κυνηγάμε όσο περισσότερο μπορούμε. Αδειάζουμε τα πάντα πάνω τους και πάνω στους μπάτσους. Αν μας πάρουνε, που δε θα μας πάρουνε, γυρνάμε λίγο πίσω, καβατζωνόμαστε και μετά τους πατάμε. Αλλά δε θα μας πάρουνε!

Φοράει το κράνος του, σηκώνει το σόπι του ψηλά και φωνάζει: «Το νου σας στους μικρούς. Το νου σας οι μεγάλοι από τους μπάτσους. Πατήστε τους!». Σαν μεθυσμένος ξεκίνησα προς τα μπρος. Η κουβέντα του Π. «Αν μας πάρουνε, που δε θα μας πάρουνε…»,κόντευε να μου φέρει δάκρυα στα μάτια.

Όλα έγιναν όπως έπρεπε. Ανεβήκαμε την Παπαναστασίου περπατώντας, σιωπηλή πορεία τριακοσίων μαυροφορεμένων ανδρών ποικίλων ηλικιών και καταγωγών. Λίγο πριν τα σεισμόπληκτα κι ενώ είχαμε αρχίσει να επιταχύνουμε ακούσαμε τις κόρνες της μοτοπορείας της 13. Από τα πίσω κλιμάκια των δικών μας ακούστηκε ένα βρυχηθμός, ένας πολεμικός αλαλαγμός, κάτι σαν ήχος χειμάρρου, ένα βαθύ και βραχνό «Ιιιιιι», η δύναμη του οποίου λειτουργούσε σαν ωστικό κύμα για τους μπροστινούς. Ναι, στα είκοσι μέτρα ήταν αυτοί. Αυτοί. Κι από εδώ, εμείς. Εμείς. Αυτοί κι εμείς. Αυτοί. Εκεί. Εμείς. Εδώ. Αυτοί. Σε λίγο. Εμείς. Τώρα!

ደ                     ደ                     ደ

 

Αδρεναλίνη. Ο,τι θ’ ακολουθήσει συνίσταται απ’ αυτήν την ορμόνη που καταλύει την ευθυκρισία· απ’ αυτόν τον διονυσιακό νευροδιαβιβαστή που φέρνει τη σούπα του μυαλού σε σημείο βρασμού· απ’ αυτή την ουσία των επινεφριδίων χάριν της οποίας είμαστε σήμερα εδώ που είμαστε έχοντας αποφύγει με τη βοήθειά της πολλά αλγεινά απρόοπτα. Ο,τι θ’ ακολουθήσει, λοιπόν, πρόκειται για μια μονταρισμένη αλληλουχία από σεκάνς αδρεναλίνης. Η πίσω όψη μιας πόλης, το αρνητικό φιλμ της ζωής ενός ατόμου υπεράνω πάσης υποψίας, η ακτινογραφία ενός ημεδαπού αριστοκράτη περιθωριακού. Η θλιβερή ιστορία μιας αμέλειας.

 

ደ                     ደ                     ደ

 

Είναι 23.35. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι προσπαθώ να βολέψω το δεξί μου πόδι. Πονάει φρικτά, έπειτα από μια πολύ αδέξια πτώση που είχα κατά την υποχώρησή μας. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν μέχρι που εμφανίστηκαν οι μπάτσοι. Δακρυγόνα και κρότου λάμψης μάς έζωναν από παντού. Τρέξαμε πίσω στη Φιλαδέλφεια καταφεύγοντας σε σουβλατζίδικα και καφετέριες, παριστάνοντας τους από ώρα ράθυμους πελάτες που απολαμβάνουν τον καφέ ή την μπύρα τους, άσχετα με το αν είχαμε κάτι μπροστά μας να πιούμε ή όχι… Ήταν πολλοί εκείνοι που δε γλίτωσαν την επίσκεψη στο τμήμα για εξακρίβωση.

Το πόδι μου πονάει, μάλιστα το νιώθω λίγο πρησμένο. Από το σαλόνι ακούγονται οι φωνές της μάνας και του πατέρα προς τον αδερφό μου. Σε λίγα χρόνια θ’ ακολουθήσει τα βήματά μου. Αυτά συμβαίνουν νομοτελειακά. Κι αν δε συμβαίνουν από μόνα τους, με τον τρόπο μας τα κάνουμε εμείς οι ίδιοι να συμβούν.

Φέρνω και ξαναφέρνω στο νου μου όλα όσα έγιναν. Τα δακρυγόνα, τις εκρήξεις, τα αίματα, τον Π. να μας διαβεβαιώνει ότι δε θα βγούμε ηττημένοι, τον Μ. να με προστατεύει αρκεί να κάνω σωστά τη δουλειά που μου ανέθεσε, το πονεμένο πόδι μου, τις αυριανές μου υποχρεώσεις. Όσο τα σκέφτομαι τόσο με συναρπάζουν, σε σημείο που περιμένω πως και πως να ξαναζήσω κάτι αντίστοιχο. Τα μυαλά μου είναι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Σκέφτομαι μόνο το αύριο. Τίποτα άλλο. Μόνο το αύριο. Το κορίτσι που μου αρέσει, τους φίλους μου που θα ξέρουν γιατί χωλαίνω απ΄ το δεξί, τον Π., τον Μ. τα πάντα, ο,τι κι αν επιφυλάσσουν. Αρκεί ν’ ανήκουν στο αύριο, αρκεί ν’ ανήκουν στο μέλλον.

Η ώρα είναι 00:10 και μόλις μ’ έχει πάρει ο ύπνος. Αύριο έχω σχολείο, είμαι ο Α., κάτοικος Αθηνών, μόλις έχω μπει στα δεκαεπτά κι αυτή είναι μια ιστορία αδρεναλίνης και αμέλειας.–

 

A.K.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Λικέρ Μπανάνα

Για το επόμενο δίωρο ο καθένας θα κοιτάει αμήχανα...

Το άξιον Nestea

ΣΚΗΝΗ ΕΞΩΤ. ΟΔΟΣ ΣΤΑΔΙΟΥ, ΜΕΣΗΜΕΡΙ Πανοραμικό πλάνο της οδού Σταδίου από...

οι παραθεριστές

Μετά τη στροφή. Εισπνοή. Ανάσα ρίγανης. Εκπνοή. Ένα βουητό μέλισσες Ο δρόμος...

Επετειακότητα και τέχνη

του Μιχάλη Κατσιγιάννη mixaliskatsimm@gmail.com Στην τωρινή πραγματικότητα (και μάλλον όχι μόνο)...