Σάββατο βράδυ, 12 Σεπτέμβρη 1931
[…] Δεν ξέρω γιατί έρχομαι σε όλες αυτές τις λεπτομέρειες, γιατί ξαναρχίζω την παμπάλαια αυτή ιστορία: δε μ’αρέσει να γελώ τον εαυτό μου, ούτε να εξαπατώ τους άλλους. Θα’ ταν πιο απλό, και νομίζω πως όλοι οι άνθρωποι με λίγη συγκατάβαση αυτό κάνουν, να τα φορτώσω όλα σ’έναν αποχωρισμό. Ο αποχωρισμός είναι στιγμές, όταν μας πιάνει ο ίλιγγος μπροστά στη φρίκη του ακρωτηριασμού. Δεν είναι η καθημερινή ζωή από την πρώτη στιγμή που θα ανοίξουμε τα μάτια μας ως την τελευταία σταλιά της μέρας του Θεού. Έτσι και η αγάπη. Όλα αυτά τα δυνατά πράγματα δεν βρίσκουνται μέσα στο χρόνο που μετράμε με τα ρολογάκια, είναι παράλληλα προς τη ζωή μας. Κάποτε ανοίγει μια τρύπα μπροστά μας και πέφτουμε στο χάος, ή ένα παραθύρι και κερδίζουμε το γαλάζιο, έπειτα γυρίζουμε, πάλι ανεξήγητα, στο καθημερινό – ανεξήγητα και αδυσώπητα. [Δεν έχω καμία όρεξη τώρα για φιλοσοφίες, ούτε και για ωραίες γραφές. Προσπαθώ μονάχα να ξαναφέρω μπροστά μου τη διακοπή εκείνη, που μου χάριζε η Στέρνα μέσα στη βασανισμένη ζωή.]
Στο πλάι παίζει ένας φωνογράφος, από λεπτό σε λεπτό κάποια υπόγεια σιδηροδρομική γραμμή ξυπνά στα τζάμια του παραθυριού μου που τα χτυπάει η βροχή. Είναι νύχτα και σου γράφω, άγνωστος μέσα στο μεγάλο κόσμο. Τις προάλλες, γυρίζοντας το βράδυ, είδα έναν απο αυτούς τους ιεροκήρυκες του δρόμου, ανέμιζε στα χέρια του ένα φλάμπουρο χαρτένιο και ξελαριγγιζότανε. Στο χαρτί ήταν γραμμένο με μεγάλα μαύρα γράμματα : “Μετά το θάνατο η κρίση”. Αισθάνομαι τη ζωή μου τρομερά άχρηστη. Πώς θα δικαιολογήσουμε την ύπαρξή μας στη δευτέρα παρουσία; Θυμάσαι; Το κακό είναι που για εμάς η δευτέρα παρουσία γίνεται κάθε τόσο.
Το παραπάνω απόσπασμα είναι από τις Μέρες του Γιώργου Σεφέρη.