«Η κόλαση είναι η ασθενική εικόνα που άθελά του μας δίνει ο Θεός για τον εαυτό του»

«Η κόλαση είναι η ασθενική εικόνα που άθελά του μας δίνει ο Θεός για τον εαυτό του»

  Στο πρόλογο της έκδοσης της Μαντάμ Εντουαρντά, ο Bataille εφιστά τη προσοχή στους αναγνώστες του και τους προειδοποιεί ότι αυτά που θα διαβάσουν, οι φρικτές και οδυνηρές μεταμορφώσεις του είναι, δεν πρέπει να θεωρηθούν λόγια του αέρος και να αγνοηθούν άνευ προσοχής· η χαλαρότητα με την οποία συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε αναγνώσματα που σχετίζονται με το ερωτικό στοιχείο, ιδίως όταν αυτό φτάνει σε ακραίες μορφές εμφάνισης, είναι αντιστρόφως ανάλογη με τη σοβαρότητα που οφείλουμε να επιδεικνύουμε βρισκόμενοι απέναντι σε αυτά. Ο Bataille δεν είναι κρυπτικός, κάθε άλλο. Έχοντας ανακαλύψει το κλειδί για την ακολασία, αποκαλύπτει μία κίνηση έκστασης ανεξάρτητη από τους σεξουαλικούς τρόμους και τις απαγορεύσεις. Η ζωή της Μαντάμ Εντουαρντά, η ζωή της Μαρίας απ’ τον Νεκρό, είναι μια γιορτή χωρίς τέλος (με τη διπλή σημασία της λέξης), ένα γέλιο χωρίς σταματημό, ένα διαρκές καταφάσκειν στο πόνο και στη χαρά. Με αυτό τον τρόπο η αλήθεια οδηγείται σε μία κατά μέτωπο αναμέτρηση με τον ίδιο της τον εαυτό, σε μία βίαιη διάψευση: «Η αλήθεια δεν είναι ο θάνατος· σ’ ένα κόσμο όπου η ζωή θα εξαφανιζόταν, η αλήθεια θα ήταν πράγματι αυτό το ”οτιδήποτε” που υποβάλλει  μία δυνατότητα μα που, ταυτόχρονα, την αναιρεί. Χωρίς αμφιβολία, μέσα από την απεραντοσύνη μια αιώνια και απροσδιόριστη δυνατότητα επιβιώνει»[1]. Συχνά αναρωτιέμαι αν υπάρχουν λέξεις, αν υπάρχουν έννοιες και λεκτικοί συνδυασμοί που μπορούν να αποδώσουν την οδύνη και τον έρωτα, την έκσταση και την κραυγή, χωρίς αυτά τα αισθήματα, που η βίωση του ισοδυναμεί με ένα απόλυτο ξεπέρασμα, να εξωθείται αναπόφευκτα σε συντριβή. Μ’ άλλα λόγια, αν υπάρχουν οι λέξεις που μας βοηθούν να συλλάβουμε το ακρότατο σημείο της ύπαρξης μας. Γιατί, όπως λέει και ο συγγραφέας της Μαντάμ Εντουαρντά, οι ακρότητες είν’ ακριβώς αυτό διά του οποίου το είναι, πριν από κάθε τί άλλο, βρίσκεται κατ’ αρχήν έξω απ’ όλα τα όρια. Η γλώσσα του Bataille είναι πολύ κοντά σε αυτό που περιγράφω· μία γλώσσα που μπορεί  να σφίξει σαν τανάλια τη ψυχή μας και να τη κάνει σμπαράλια,  λέξεις που να καίνε, σαν ένα πυρακτωμένο σίδερο που ακουμπώντας πάνω στο δέρμα σου, αφήνουν βαθειά, κόκκινα σημάδια, με αποτέλεσμα εσύ να ξεσπάς σε άναρθρες οδυνηρές κραυγές.  Παραθέτω ένα απόσπασμα απ’ τον πρόλογο του Bataille θεωρώντας ότι αποτελεί ένα πολύ ενδεικτικό προοίμιο, ένα ηχηρό προανάκρουσμα,  για το τι επακολουθεί:

Για να φτάσουμε στο ακραίο σημείο της έκστασης όπου χανόμαστε μέσα στην ηδονή, πρέπει πάντα να θέτουμε το άμεσο όριο της που είναι η φρίκη. Όχι μόνον η οδύνη των άλλων ή η δική μου, με το να με προσεγγίζει στη στιγμή όπου η φρίκη θα μ’ απογειώσει, μπορεί να με κάνει να φτάσω στην κατάσταση χαράς που ολισθαίνει προς το παραλήρημα, αλλά και δεν υπάρχει μορφή απέχθειας στην οποία να μη διακρίνω τη συγγένεια της με τον πόθο. Αυτό δε σημαίνει πως συνδέεται ποτέ η φρίκη με την έλξη, εάν όμως η έλξη δεν καταφέρει να απωθήσει να καταστρέψει τη φρίκη, τότε η φρίκη ενισχύει την έλξη. Ο κίνδυνος παραλύει εάν όμως δεν είναι πολύ μεγάλος μπορεί να σπιρουνιάσει τον πόθο. Δε φτάνουμε στην έκσταση παρά μόνο μέσα από την έστω και μακρινή προοπτική του θανάτου εκείνου του πράγματος που μας καταστρέφει.

[…]

Η ηδονή θα ήταν άξια περιφρόνησης εάν δεν ήταν αυτό το εξοντωτικό ξεπέρασμα που δεν ανήκει κατ’ αποκλειστικότητα στην ερωτική έκσταση και που οι μυστικοί διαφόρων θρησκειών, και πρώτοι απ’ όλους οι Χριστιανοί μυστικοί, γνώρισαν με τον ίδιο τρόπο. Το είναι μας δίνεται μ’ ένα ανυπόφορο ξεπέρασμα που δεν είναι λιγότερο ανυπόφορο απ’ το θάνατο . Και επειδή το είναι, ενώ μας δίνεται με το θάνατο, συγχρόνως και μας αφαιρείται μ αυτόν, οφείλουμε να το αναζητήσουμε στο αίσθημα του θανάτου, σε εκείνες τις αφόρητες στιγμές που νομίζουμε πως πεθαίνουμε, επειδή στις περιπτώσεις αυτές, το είναι δεν υπάρχει πλέον μέσα μας πάρα μόνον από ακραία ένταση, στις στιγμές εκείνες όπου η πληρότητα της φρίκης και η πληρότητα της χαράς συμπίπτουν.

[…]

Η κόλαση είναι η ασθενική εικόνα που άθελά του μας δίνει ο θεός για τον εαυτό του! Στην κλίμακα όμως της απεριόριστης απώλειας, ξαναβρίσκουμε το θρίαμβο του είναι- απ’ το οποίο το μόνο πράγμα που πάντα έλειψε ήταν ότι δε συμφωνεί με το κίνημα που το θέλει φθαρτό. Το είναι αυτοπροσκαλείται στον τρομακτικό χορό, στον οποίο η συγκοπή είν’ ο χορευτικός ρυθμός , και τον οποίο πρέπει να δεχτούμε όπως είναι , γνωρίζοντας μόνο τη φρίκη με την οποία συντάσσεται. Εάν δεν έχουμε ψυχική αντοχή, δεν υπάρχει μεγαλύτερο μαρτύριο απ’ αυτό. Και η ώρα του μεγάλου μαρτυρίου δεν πρόκειται ποτέ να λείψει. Γιατί, πως θα υπερβαίναμε το μαρτύριο αν έλειπε; Όμως το ανοιχτό είναι –ανοιχτό στο θάνατο, στο μαρτύριο, στη χαρά- ανεπιφύλακτα, το ανοιχτό και θνήσκον, οδυνηρό και ευδαίμον είναι, εμφανίζεται ήδη μέσα στο συγκαλλυμένο φως του: το φως αυτ’ είναι θείο. Και η κραυγή την οποία, με στραβωμένο στόμα, αυτό το είναι πνίγει ίσως αλλά και εκφέρει, είν’ ένα θεόρατο αλληλούια, χαμένο μέσα στην ατελεύτητη σιωπή.

…………………………………………………………….

Απ’ την εισαγωγή του Georges Bataille, που παρατίθεται στο: Georges Bataille, Μαντάμ Ενουανρντά, (μτφρ. Δ. Δημητριάδης), Αθήνα , Άγρα, 1956.

[1] Georges Bataille, Ο Νεκρός, (μτφρ. Αγγ. Πέτρα), Αθήνα, Άγρα,1996, 54.

Author

Οι φίλοι μου σαλιγκραφείς συχνά μου λένε ότι μοιάζω με γυναίκα· θα 'λεγα ότι βρίσκω ένα κάποιο ενδιαφέρον σε αυτή την αοριστία. Ο σκύλος μου απ' την άλλη, με κοροϊδεύει ότι είμαι αδέξιος και ενίοτε κοινωνικά απροσάρμοστος. Ίσως, γι' αυτό και όταν μιλάω κουνάω γρήγορα τα χέρια μου χτυπώντας καταλάθος τους διπλανούς μου. Η ευθύνη μου ως σαλιγκραφέας συνοψίζεται στο να λέω ψέμματα και να βάζω άνω τελείες· η άνω τελεία συμπυκνώνει την ποιητική μου θεωρία. Απ' την άλλη μισώ τα greeklish και τα μηχανάκια, ιδίως δε, όταν αυτά με προσπερνάνε από δεξιά. Η λογοτεχνία του 19ου αιώνα είναι η αγαπημένη μου.-