Η Μυρτιά

Το γέννησε η Μυρτιά το μωρό στραβό κι από τα γεννοφάσκια του, όπως άνοιξε το βλέμμα θαμπωμένο απ’ το φως της ζωής έξω απ’ τη μήτρα, έτσι κι έμεινε. Αν δεν ήταν η συμπόνοια του πατέρα, θα ζάβωνε. Γιατί ούτε πως να το κάνει ήξερε ούτε πως να το φέρει. Όλη μέρα βολόδερνε μες στο σκοτάδι του μωρού, εκείνη το οδηγούσε, το τάιζε, άντε να το μάθει να μιλάει, να μάθει να περπατάει, να το μάθει να μην πεθάνει. Ήσυχο που ήταν για μωρό. Το ‘βαζε για τον ύπνο του και του ‘ψελνε λόγια δίπλα στ’ αυτί που τα σκεφτόταν εκείνη την ώρα·

Τα πόδια σου σαν του βουνού τους πρόποδες να σε κρατάνε ολόρθο, αψηλό, άνεμος κανένας να μη σε κλονίζει.
Το κορμί σου σαν του πλατάνου τον κορμό, στηβαρό, υγειές κι αιωνόβιο κι όπως στις φλέβες του πλατάνου δροσερό νερό κυλάει, έτσι και το αίμα στις φλέβες σου γερό, υγειή και ζωντανό να σε κρατάει κι οι άνθρωποι στην αγκαλιά σου να έρχονται για να βρουν δροσιά τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού.
Το σώμα σου αέρας. Λίβας καυτός ο έρωτάς σου,  βοριάς ψυχρός η αντάρα σου, να κάνει τα παραθυρόφυλλα να κλείνουν και η κάθε σου μέρα δροσερό αεράκι του Αυγούστου.
Τα χέρια σου σαν του τεχνίτη και σαν του καλλιτέχνη να σμιλεύουν το σίδερο, το χώμα, την πέτρα.
Η καρδιά σου φωτιά, να καίει και να λεηλατεί στο πέρασμά της, να θεριεύει με τους ανέμους μα κι οι άνθρωποι κοντά της να έρχονται για να ζεσταθούν.
Από το στόμα σου μέλι και χρυσάφι να βγάζεις.
Η μύτη σου λαγωνικού στ’αρώματα της άνοιξης.
Τα μάτια σου πανσέληνοι και γραμμή του ορίζοντα.
Και το μυαλό σου. Το μυαλό σου θάλασσα, να φουσκώνει στα φεγγάρια ν’ αγριεύει στους καιρούς.

Τέτοια του ‘λεγε, το αγάπαγε κι όταν ξεβάθαινε απ’ το τραγουδομάνι την έπαιρνε κι αυτήν ο ύπνος εκεί κοντά του μέχρι να ξυπνήσει και να φύγει να πάει στην κάμαρά της, να τυλιχτεί με τα πλεχτά της και να σφινώσει μια πέτρα ανάμεσα στα πόδια της. Να μπει μες στην αυγουλόριζα-έτσι την έλεγε- μέχρι να σφίξει και να μην αντέχει άλλο και άντε να την πάρει ο ύπνος να ξυπνήσει ξανά μέσα στη νύχτα του παιδιού της. Ο πατέρας μπάρκαρε στα βαπόρια. Ερχόταν την άνοιξη ξανά, την καλοπροικούσε με πράμα και ψυχή κι εκείνη άντεχε. Της έγραφε κάθε μέρα κι από ένα γράμμα, αν τα ‘βλεπες θα βαλάντωνες με τι έρωτα και καμάρι την έντυνε και την έγδυνε. Κι εκείνη του έγραφε μία φορά στα τόσα για την απελπισία της με το τυφλό μωρό και τη μοναξιά της, σα να μη μπορούσε να σταθεί καθόλου στον έρωτα που του ‘χε, για το κακό που της έκανε ή για το κακό που έκανε εκείνη.

Μπαινόβγαινε σπίτι της να πλύνει την αυλή, να ανασάνει και καμιά φορά γύρω στα τρία που ήταν το μικρό, το άφηνε να κοιμάται και πήγαινε στη γιορτή της παρασκευής, γυρνούσε μετά απο λίγο κι έπεφτε κι αυτή. Γύρισε μία μέρα απ’ τη γιορτή και το βρήκε το σπίτι κλεμμένο και το παιδί σκοτωμένο απ’ το κουμπάσο που είχε δίπλα στο κουνί μαζί με τα ναυτικά του πατέρα. Έχασε τη γη. Μέχρι και να τελειώσει με τις κηδείες στο χωριό δεν είχε στιλβώσει λόγια για να γράψει στον πατέρα ούτε μπουκιά κράτησε στο στόμα της.

Συνήλθε χρόνια μετά, αφού κάνανε εμένα και τους έζησα και είχα και τα δυό μου τα μάτια ορθάνοιχτα. Τα ίδια ποιήματα μου χάιδευε κι εμένα πριν κοιμηθώ. Κάθε νύχτα έπλεκε το σώμα μου με γάργαρα νερά και κεντούσε τα πόδια μου με ευχές.
Μονάχα για τα μάτια μου δεν έλεγε κουβέντα.

 

Σούλα Χρυσολωρά

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

20 Δεκέμβρη

Δεν περίμενε πως θα πεθάνει, παρόλο που η γιατρός...

Μα(ρά)ζι

Τραγουδάκι Τρίτης Στο πάρκο και στο πράσινο παγκάκι σφυρίζω σιγανά ένα...

Paul Verlaine, Κρόνια ποιήματα [Poèmes Saturniens (1866)]

Μετάφραση: Πέτρος Φωκιανός     Marco Μαρκό Quand Marco passait, tous les jeunes hommes Όταν...

Έφη Αρμένη, Τρία Ποιήματα

Δικαίωμα να κολλήσω όπως το σαλιγκάρι πάνω στον τοίχο να κρύψω τις...