Γιατί γράφεις; Βεβαιότατα όχι για να βιοποριστείς.
Τέτοιου είδους αυτάρεσκα και αυτοαναφορικά εγχειρήματα σε λίγους δώσανε ψωμί.
Τι ζητάς να πετύχεις; Με ποια μέσα, ποιο σκοπό; Άραγε η συμμετρία το ζητούμενο; Αλφάδι και γυαλόχαρτο φρόντισες να προμηθευτείς; Ζήτημα έντασης, ρυθμού ή διακυμάνσεων; Επίτευξη εξαίρεσης ή φτάσιμο του εξαίρετου; Τέρψη αναγνώστη μήπως ή έκφραση μύχιων και πηγαίων εμαυτού; Άλλωστε, ας το παραδεχθούμε μια ώρα αρχύτερα, ποιοι είμαστε εμείς να έχουμε την αλαζονεία πως θα καταργήσουμε την ανθρώπινη ματαιοδοξία; Ίσως μια ορισμένη διάθεση εξακρίβωσης ή κάποτε μια παρόρμηση σχολαστικότητας να διαλευκάνεις τ’ αρνητικά των φωτογραφιών από τις θερινές μας διακοπές. Άλλοτε γράφεις για να επιδοθείς σε αναψηλάφηση· μα, αναψηλάφηση συνεπάγεται σώμα που στερείται παρθενίας. Τόσο το καλύτερο. Σχεδίασμα για μια ιδεατή συνάρθρωση γυναικείων γοφών; Η ανάλυσης της έννοιας της διαρροής στο ρεύμα του Μπαρόκ υπήρξε μιαν άλλη φορά η αιτία.
Οι ρομαντικοί θα πουν: γράφουμε κυρίως επειδή κάποτε αγαπήσαμε και αγαπηθήκαμε, και αυτά τα δυο συνέβησαν ταυτόχρονα, πράγμα σπάνιο. Να λέμε πως βαδίσαμε κι εμείς κάποιαν οδό απωλείας ή έστω πως ένα τυχαίο σαββατόβραδο εμπρόθετα λοξοδρομήσαμε. Σ’ ένα τέτοιου είδους δοκίμιο μικρής φόρμας άμετρο θες άραγε τάξη, αναδιάταξη, ευταξία ή μήπως ανησυχαστική αίσθηση και διαταρακτική συνθήκη; Ό,τι κι αν τελικά προτιμήσεις, θα ’χεις βέβαια την πεποίθηση πως τα απόνερα που πριν από λίγο σκάσαν στα βράχια δίπλα μας ήταν απόρροια των πετρών που πέταγες νωρίτερα στη λίμνη. Αλίμονο σου αν μάθαινες πως πέταγες ώρα πολλή όχι κοτρόνες, μα ψίχουλα, και τάιζες τη συμπαθή και άκακη της λίμνης την πανίδα. Ψάρια τάιζες και μάλιστα χορτάτα.
Απροπό, γιατί επιτέλους γράφουμε;
Θα σ’ τ’ αποκαλύψω και ας σου φανεί λοξό. Επειδή κάποτε μας δόθηκε ένα κομπολόι. Και τα βράδια οι ήχοι απ’ τις χάντρες γεννούν οχλήσεις στους παρακείμενους κοιμισμένους. Προνόμιο του μολυβιού το κατά τα φαινόμενα αθόρυβο.
Τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία, όπως θρυλεί και το κλισέ των αθλητικογράφων.
Διγ.