Κάθε καλοκαίρι επέστρεφε στον τόπο του, γύρναγε λίγες μέρες στη Χίο. Κάθε καλοκαίρι έφτανε όλο και πιο προχωρημένο Αύγουστο και έμενε στο νησί όλο και μικρότερα χρονικά διαστήματα. Δεν ήταν μόνο οι δουλειές και τα διαβάσματα που πληθαίναν με τα χρόνια, ήταν και αυτή η παγιωμένη του πεποίθηση πως η Αθήνα είναι ο τόπος της προόδου τάχα και της προκοπής, ενώ οι μέρες στη Χίο σημαίναν μια ραθυμία ανώφελη που φειδωλά επιτρέπεται κι ενοχικά ξεκλέβεται.
Αναγνώριζε, ωστόσο, σε αυτή την καθιερωμένη επιστροφή κάμποσα τελετουργικά. Εκείνο που ανάμεσά τους ξεχώριζε ήταν η επίσκεψη στον κόκκινο βράχο· στον βράχο που έστεκε κάτω απ’ το εξοχικό, στο οποίο πέρναγε τα καλοκαίρια της παιδικής κι εφηβικής του ηλικίας. Ήταν ένας βράχος λείος αρκετά και μεγάλος, χώραγε άνετα ξαπλωτούς πέντε ή έξι ανθρώπους. Ήταν ο βράχος που είχε επί δέκα συναπτά καλοκαίρια αποτελέσει την –κρυφή απ’ τον πολύ κόσμο– αγαπημένη «παραλία»· κι ας μην έμοιαζε σε τίποτα με παραλία.
Στα χρόνια λοιπόν τα κατοπινά, τα φοιτητικά και τα υστερότερα, πήγαινε στον βράχο, σαν να θελε ν’ ανάψει ένα νοητό κεράκι στα ωραία καλοκαίρια της πρώτης νιότης. Ήξερε πως με το που πάταγε το πόδι στον βράχο, τον πρώτο λόγο είχαν οι αναμνήσεις. Ήξερε πως –θες, δε θες– χώρο κερδίζουν εύκολα και βουλιμικά σε τέτοιου είδους περιστάσεις οι αναμνήσεις· εκείνο όμως που πάσχιζε ήταν να μην επιτρέψει στις αναθυμιάσεις των αναμνήσεων να τον κατακλύσουν. Προτιμούσε αντ’ αυτών να βουτηχτεί στο κατακάθι που ‘χαν φτιάξει οι βιωμένες εκεί εμπειρίες· φαινόταν ασφαλέστερο. Ήθελε να ’ναι μια επιστροφή περήφανη κι ευλαβική δίχως πολλές πολλές συγκινήσεις και μοιρολατρίες νοσταλγίας. Υπήρχε όμως ένα ζήτημα με τις διαστάσεις του βράχου. Στα χρόνια της πρώτης γνωριμίας με τον βράχο τού φαινότανε μεγάλος. Τα δέκα συναπτά παιδικά κι εφηβικά καλοκαίρια ο βράχος δεν άλλαξε διαστάσεις, παράμενε μεγάλος. Όταν πια κάποτε τελειώσαν τα εξοχικά καλοκαίρια και αρχινίσαν οι ετήσιες εθιμοτυπικές επισκέψεις, τον κόκκινο βράχο –με θλίψη κι έκπληξη– τον διαπίστωνε κάθε χρόνο κατά τι μικρότερο. Σκεφτότανε, θα ’ναι που ρίχνω γω μπόι τους χειμώνες, τον τρώει και τον βράχο συστηματικά τ’ αδηφάγο αλάτι, αυτό θα φταίει. Και πέρναγαν τα χρόνια και μίκραινε ο βράχος και όλα τ’ άλλα ατάραχα συνεχίζαν τις πορείες τους.
Μέχρι που ήρθε η μέρα και της φετινής επίσκεψης. Χωρίς αμφιβολία, σκέφτηκε μόλις τον είδε, ο βράχος πρώτη χρονιά φέτος τού ξαναφάνηκε μεγάλος· σα να ’χε αποχτήσει τις παλιές του διαστάσεις. Δεν ήξερε αν ήταν μονάχα αυτή η αναδρομική –ομφαλοσκοπική συχνά– απολογιστική διάθεση, η οποία συνόδευε την καθιερωμένη επιστροφή στον πατρώο βράχο, που τον έκαμε να δείχνει μεγαλύτερος. Δεν ήξερε αν ήταν μόνο μεγαλύτερος. Φέτος τού φαινότανε πως του ξεγλιστρούσε και μια επιπρόσθετη –απροσδιόριστη στην αρχή– μεταβολή στις διαστάσεις ή στο τοπίο του βράχου. Στο μεταξύ, έστρωσε την πετσέτα, κάθισε λίγο και χάζεψε τα τούρκικα απέναντι παράλια και σαν ζεστάθηκε πολύ, βάδισε προς τη θάλασσα να ρίξει μια βουτιά. Βουτά, κολυμπά λιγάκι και ξάφνου πέφτει το βλέμμα του σε μια ξεχασμένη μαύρη κουλούρα, μισοφουσκωμένη, αφημένη στην απόκρημνη ακτή. Τότε, απόδιωξε –αυτοστιγμεί σχεδόν– κάτι δυσοίωνες σκέψεις που του ‘ρθαν και λέει, θα ναι των τουριστών που μένουνε στο πάνω ξενοδοχείο και μες στις φούριες τους θα την ξεχάσανε. Παιχνίδι θαλάσσης είναι, λέει. Έπρεπε να διαφυλάξει κι αυτός την κερδισμένη τον χειμώνα –τάχα μου επάξια– μακαριότητα του θέρους· «καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν» που γράφει κι ο Σεφέρης. Δυο-τρία λεπτά μετά και μερικές απλωτές αργότερα, αντικρίζει λίγο παραπέρα καμιά δεκαριά –ίδιες με την πρώτη– μαύρες μισοξεφούσκωτες σαμπρέλες-σωσίβια. Έτσι μαζωμένες άτακτα και αφημένες όπως όπως που ’ταν αυτές, του ήταν πια ξεκάθαρο πως δεν ήταν ιδιοκτησία τουριστών μήτε παιχνίδια θαλάσσης. Ήτανε κουλούρες που ’χαν για σωσίβια πρόσφυγες, που ’χαν έρθει κάποια απ’ τις περασμένες νύχτες.
Σ’ εκείνο το σημείο της αφήγησής του, τον διακόπτω και του λέω: «Ντάξει, σωσίβια βλέπεις στην ακτή, καλό είναι αυτό. Πάει να πει τα καταφέραν οι αθρώποι, ήρθανε σώοι. Κι εσύ, στη Χίο μένεις· θες να μας πεις, τώρα το πήρες είδηση το προσφυγικό κι ήρθες έτσι μελοδραματικά κι απρόσκλητα να μου σκοτουριάσεις τα λίγα εναπομείναντα μπάνια του αποκαλόκαιρου;». Το ’ξερε το προσφυγικό, είχε ακούσει, διαβάσει και δει πολλά· ήξερε και τους Χιώτες που βοηθούσανε και δίνανε κι απ’ το λίγο τους ορισμένοι κάτι, ήξερε και τους άλλους –πάλι Χιώτες– τους μανιασμένους τους προσφυγοφάγους εκείνης της περιώνυμης Επιτροπής των Ανωνύμων. Τα ’ξερε αυτά. Εκείνο όμως που τώρα άλλαζε ήταν άλλο. Ο κόκκινος βράχος, ο δικός του βράχος, ο δικός του προστατευμένος τόπος της καθόλου απειλημένης και απόλυτα ξέγνοιαστης παιδικής του ηλικίας είχε γίνει –έβλεπε τις σαμπρέλες-τεκμήρια εκεί– σημείο απόβασης ανθρώπων κατατρεγμένων· είχε γίνει ο βράχος του, το μάτι της βελόνας που μπάζει στην Ευρώπη, η πρώτη πρώτη στεριά της πολυπόθητης Ευρώπης.
Σκεφτόταν καθώς έφευγε, κατεβαίνοντας νωρίτερα στον βράχο, τον βρήκα μεγαλύτερο, φεύγοντας τον νιώθω βεβαιότατα αλλαγμένο· αυτή είναι η μεταβολή στις διαστάσεις του, που πριν μου διέφευγε. Ο βράχος έγινε βαρύτερος, μεγάλος ή μικρός δεν έχει πια σημασία, βάρυνε απ’ τις απελπισίες και τις ελπίδες, από πάθη και καημούς που εμείς να τα νιώσουμε δεν μπορούμε.
Γυρνώντας στην Αθήνα, μετά το τέλος των ολιγοήμερων διακοπών στο νησί του, τη Χίο, ένα πράμα ήξερε και τούτο ήταν πως καθόλου πια δεν γνώριζε άμα θα ‘θελε να συνεχίσει εκείνο το τελετουργικό της ετήσιας θερινής επίσκεψης στον βράχο. Μπορεί ένα καλοκαίρι να τον άφηνε ανεπίσκεπτο. Εκείνο όμως που συλλογιζόταν ήταν πως όταν ξαναπήγαινε, θ’ άναβε πια δυο –κι όχι ένα– νοητά κεράκια. Θα ’τανε τα κεράκια δυο, όχι γιατί θα ’χε χαθεί ένα καλοκαίρι και κινδύνευε να διαταραχθεί η ακρίβεια στο μετράρι της νοσταλγίας. Το ένα κεράκι θα ’τανε το καθιερωμένο –αυτό στις ευτυχισμένες καλοκαιριάτικες αναμνήσεις των εφηβικών χρόνων– το άλλο θα ’τανε όμως για τους αθρώπους που ήρθαν απ’ τον πόλεμο, απ’ τη θάλασσα και μείναν οι σαμπρέλες τους.
Διγ.
* η φωτογραφία: κάπα μικρό