Έχει κάτι το εύθραυστο αυτό το απόγευμα.
Μια αόρατη αυλαία στέκεται πάνω από τα κεφάλια μας.
Το δωμάτιο είναι πάλκο σκοτεινό.
Ένα αμυδρό φως έρχεται από έναν απορροφητήρα
που δεν θέλει να ρουφήξει την αναμονή.
Αναμονή για κάτι που δεν θα ‘ρθει.
Ίσως.
Ήρθε.
Έξω μια άφωνη Όστρια βολτάρει.
Σύννεφα παλινδρομούν τη βροχή.
Ξάπλωσα γυμνός.
Εσύ κρύωνες και ντύθηκες μία άγια γύμνια.
Επιβλήθηκα στην αναπνοή μου.
Εισπνέω την εκπνοή σου μελετημένα.
Εκπνοή – εισπνοή
Εκπνοή – εισπνοή
Σε περιέχω πια.
Φωλιάζω μέσα μου τους αναστεναγμούς σου.
Ανθίζεις τα κύτταρα μου.
Τη στιγμή που μου ζητάς,
Να περάσω μέσα σου.
Κάποιος ξεψυχά αχόρταγα, κάτι πνίγεται στις ανάσες μας.
Παραμένουμε εμείς.
Ικανοί πια για ζωή.
Άξια ζούμε.
(Το ξυπνητήρι αλυχτά, το χειρόφρενο των ονείρων.)
Δ. Α. Μήλιος