Στην πόλη που μένω τα τελευταία χρόνια, ο πρώτος κατ’ οίκον περιορισμός κράτησε εφτά εβδομάδες: η πόλη με τα πιο πολλά κρούσματα, τους πιο πολλούς θανάτους και τους πιο πολλούς διασωληνωμένους ασθενείς στη χώρα. Κατάληξη εξαρχής λογική, αφού είναι πρωτεύουσα κράτους, με τρία αεροδρόμια, αμέτρητο πληθυσμό και ατελείωτα πέρα-δώθε πολιτών και τουριστών. Αλλά δεν έχει και πολλή σημασία ποια κατάληξη είναι λογική ή όχι, εγώ η ίδια άλλωστε προσπαθούσα παράλογα να παρακολουθώ με απερίσπαστη προσοχή τα μεσημεριανά και βραδινά δελτία των τριών βασικών καναλιών, σε ασύγχρονη μετάδοση γιατί βολεύει πιο πολύ. Οι πρώτες μέρες του εγκλεισμού πέρασαν απλά και ειδησεογραφικά.
Στο τέλος της πρώτης βδομάδας, γύρω στις δύο το μεσημέρι της Κυριακής ήρθαν να με δουν, χωρίς να το ξέρει κανείς φυσικά, ο παππούς και η γιαγιά μου, οι γονείς του πατέρα μου. Είναι το οικογενειακό μας αστείο: το σώμα μου, μετά από τόσα ξενύχτια πάνω απ’ τις γλωσσολογικές αναλύσεις και μελέτες, μεταλλάσσεται σταδιακά σε ξύλινο γραφείο, ενώ οι γονείς του πατέρα μου άφησαν τα ξύλινα θρανία τους πριν καν τελειώσουν το Δημοτικό. Γελάω με μένα, γιατί, μετά από τόσα χρόνια στην έρευνα, μου φαίνεται αστείο που αδυνατώ να συλλάβω ένα απλό δεδομένο, όπως τον αναλφαβητισμό της γιαγιάς και του παππού μου. Γελάνε και αυτοί γιατί τους φαίνεται αστείο που μια εγγονή τους αντί να δουλεύει και να βγάζει καλά λεφτά, κοιμάται πάνω σε δέκα γραμματικές. Ή, έστω, αντί να ζει ως κοινωνικό ον. Βέβαια, τώρα με τον εγκλεισμό δεν χρειαζόταν πλέον να βρίσκω δικαιολογίες κοινωνικοποίησης. Κλείσιμο στο σπίτι και αϋπνίες πάνω από χάρτινους όγκους, που πιο πολύ, εν τέλει, βοηθάνε αν θες να σκοτώνεις κάνα ποντίκι… Όπως και να ’χει, ήταν Κυριακή μεσημέρι, κάτσαμε, τα ’παμε, γελάσαμε, ήπιαμε τσιπουράκι μιας και είμαστε Ηπειρώτες, λίγο ζαλίστηκα κάποια στιγμή, όταν συνήλθα είχαν ήδη φύγει, είχαν προσπαθήσει όμως να γράψουν τα ονόματά τους διπλά σε κάτι σημειώσεις μου για τα σχήματα λιτότητας στη λογοτεχνική έκφραση.
Ήμουν σίγουρη ότι την άλλη Κυριακή θα είχα επίσκεψη από το άλλο σόι. Ήμουν τόσο σίγουρη που είχα ήδη ετοιμάσει καφέδες και μπισκοτάκια. Πάντα υπήρχε μια μικρή, αθώα και –κατά τους τύπους– κόντρα ανάμεσά τους. Ο οικογενειακός μύθος λέει ότι η μία γιαγιά πειράχτηκε όταν έμαθε ότι θα έπαιρνα το όνομα της άλλης γιαγιάς και πάει λέγοντας. Ήρθε λοιπόν η γιαγιά με το ίδιο όνομα και ο παππούς, οι γονείς της μητέρας μου, εντελώς κρυφά και αυτοί, αλλά είμαι σίγουρη ότι τα νέα της πρώτης επίσκεψης κάπως μαθεύτηκαν οπότε, θες από ανταγωνισμό, θες από ηθική, τη δεύτερη Κυριακή του κατ’ οίκον περιορισμού έπινα καφέ μαζί τους. Η γιαγιά έσκαγε από περηφάνεια: δαχτυλίδι και αλυσίδα λαιμού, το κλασικό μου σετ κοσμημάτων, που τα φοράω νύχτα-μέρα γιατί βαριέμαι να αλλάζω, ήταν δικά της και ήταν χρυσά. Πού και πού αλλάζω τα σκουλαρίκια, ανάλογα με την ερωτική μου κατάσταση. Αν κάποιος σύντροφος μου κάνει δώρο σκουλαρίκια, τα φοράω μέχρι να χωρίσουμε, αν ο επόμενος δεν μου δώσει σκουλαρίκια κρατάω αυτά του πρώην και ούτω καθεξής. Τώρα έχω ξεμείνει με κάτι κρίκους μιας σχέσης που έχει τελειώσει εδώ και δυο χρόνια, αλλά κάπως ταιριάζουν καλά με το δαχτυλίδι και την αλυσίδα. Είναι βέβαια που και ο νυν ακόμα δεν μου έχει κάνει δώρο σκουλαρίκια, αλλά κάποια στιγμή θα γίνει και αυτό. Με όλους αυτούς τους συνειρμούς βρέθηκα να τους εξηγώ τα ερωτικά μου αλλά κάποια στιγμή δεν άντεξαν οι άνθρωποι, παλιάς ηθικής, το καταλαβαίνω άλλωστε, και έμεινα μόνη να πίνω καφέδες και να σκέφτομαι σκουλαρίκια και πρώην.
Μάλλον σκεφτόμουν πρώην για δυο τρεις μέρες ακόμα, γι’ αυτό δεν ξαφνιάστηκα πολύ όταν ένα βράδυ, μεσοβδόμαδα, εμφανίστηκε ο Κωστής. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, προφανώς θα έπρεπε να απορήσω, αλλά ούτε που τον ρώτησα πώς έμαθε πού μένω και τα σχετικά, τα νέα κυκλοφορούν άλλωστε γρήγορα στην παλιά μου γειτονιά. Είχαμε να τα πούμε χρόνια… Παλιότερα έπλαθα και ξαναέπλαθα σενάρια διαλόγου μιας πιθανής μας συνάντησης, που ξεκινούσαν με το γιατί δε μου φέρθηκε με πολλή αγάπη και κατέληγαν στο γιατί δεν μου έστειλε ποτέ μετά την τελευταία φορά που τον είδα τυχαία κοντά στην οδό Δερβενακίων. Βέβαια, τόσα χρόνια μετά, συνειδητοποίησα ότι δεν είχε και πολύ νόημα να ρωτήσω το πρώτο μου αγόρι γιατί δεν με αγάπησε πολύ όταν ήμουν δεκάξι χρονών. Μου είπε ότι είχε κάτι μπλεξίματα με αλκοόλ και αμάξια, του είπα ότι τα είχα μάθει από κοινούς γνωστούς, δεν απόρησε, γιατί όπως ξέρουμε τα νέα κυκλοφορούν γρήγορα, οπότε ξεκίνησα να του αναλύω τα νέα της δεκαετίας μου και πώς προσπαθώ να κατακτήσω τον κόσμο. Δεν του είπα καν ότι έμαθα τις ιστορίες με το τρακαρισμένο αμάξι την ημέρα των εικοστών δεύτερων γενέθλιών μου και ότι έπνιξα στην κατάθλιψη κάθε πιθανότητα να τα γιορτάσω, αλλά ίσως σιγά σιγά και εγώ το ξεχνώ… Είμαι άλλωστε τριάντα, υποτίθεται ότι έχω άλλα, πιο σημαντικά προβλήματα.
Και τα νέα αυτής της συνάντησης όμως κυκλοφόρησαν μάλλον γρήγορα, οπότε την τέταρτη βδομάδα πέρασε μια παλιά συμμαθήτριά μου, από αυτή την παλιά γειτονιά. Δεν ήμασταν ποτέ ιδιαίτερα φίλες-φίλες, κολλητές. Είχαμε κάνει όμως μια δυο εκδρομές μαζί, ακούγαμε και πάνω-κάτω την ίδια μουσική και η αλήθεια είναι πως κάπως μου άρεσε που αράξαμε ακούγοντας τις εφηβικές μας ροκιές, ενώ εγώ της ανακοίνωνα έναν έναν τους παλιούς μας συμμαθητές που παντρεύτηκαν, ποιος έχει κάνει παιδί, ποιος έχει κάνει δυο παιδιά, ποιος έφυγε εξωτερικό, ποιος άνοιξε μαγαζί, κοινώς όλα τα κοινωνικά νέα, τα κουτσομπολιά. Η Ελπίδα βέβαια έλεγε και ξανάλεγε για τα κουτσομπολιά του Γυμνασίου και του Λυκείου, τότε που ο τάδε χώρισε την τάδε, τότε που η μια παρέα είχε τσακωθεί με την άλλη, τότε που για μια ολόκληρη χρονιά τσακωνόμασταν πού θα πάμε τετραήμερη, αλλά θες ο εγκλεισμός, θες η πολλή απονεύρωση του εγκεφάλου μου λόγω του διδακτορικού, κάπως άφησα και εγώ τα ποιος έχει παντρευτεί με ποια γιατί κατάλαβα ότι δεν έχουν και πολλή σημασία και ξαναθυμήθηκα τα παλιά πάρτι, τις παρατηρήσεις των καθηγητών όταν φοράγαμε κοντά μπλουζάκια ή βαφόμασταν πολύ και το άγχος των πανελληνίων. «Ευτυχώς που δεν πρόλαβα να το ζήσω αυτό το άγχος», μου είπε χαριτολογώντας…
Την πέμπτη βδομάδα είχα ξεμείνει από αλκοόλ και η ιδέα να βγω στο σουπερμάρκετ για να αγοράσω κρασί ή τζιν μου φάνταζε τόσο αδύνατη όσο το να τελειώσω τη μελέτη του βιβλίου πάνω στις υφολογικές αναλύσεις. Παρασκευή βράδυ με είχε πάρει ο ύπνος από τις έντεκα πάνω στους βιβλιοδετημένους όγκους και ξύπνησα απότομα όταν άκουσα θόρυβο. Σκέφτηκα ότι ίσως επιτέλους το ποντίκι που κυνηγούσα είχε πιαστεί στη φάκα… αλλά… απλά είδα τον Μάκη να έχει καλοκάτσει στον καινούργιο μου καναπέ και να μου έχει σερβίρει ήδη τζιν τόνικ. Είχα αφήσει την πόρτα ανοιχτή, μήπως και το ποντίκι εξοριζόταν οικειοθελώς σε κάνα άλλο διαμέρισμα. «Άντε, άσε τα βιβλία και έλα να τα πιούμε», δεν ήθελα και πολύ και περάσαμε όλο το βράδυ κατεβάζοντας το μπουκάλι και καπνίζοντας. To καλό με τον Μάκη είναι ότι τον βλέπω μόνο τα βράδια, οπότε δεν έχω και το άγχος του ημερήσιου διαβάσματος. Είχα συνηθίσει βέβαια να τον βλέπω μόνο όταν περνούσα κάποιο βράδυ με την αδερφή του, που είναι και μια από τους πιο κοντινούς μου ανθρώπους, αλλά είχα να τη δω τόσο καιρό, από τις προηγούμενες καλοκαιρινές διακοπές, που κάπως η ιδέα ότι θα περνούσα το βράδυ με τον αδερφό της, πίνοντας και γελώντας μου έμοιασε ξαφνικά με μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά. «Καιρό έχεις να της στείλεις, την παρατηρώ πού και πού να μιλάει για σένα και να ανησυχεί…». Καιρό είχα να στείλω μήνυμα με πάνω από δέκα λέξεις γενικά, ο εγκλεισμός με έχει αποξενώσει απ’ όλους και δεν έχω το κουράγιο ούτε για τσιγάρα να βγω. Πώς αφέθηκα έτσι, δεν μιλάω πολύ, δεν κάνω βιντεοκλήσεις, κάποιες μέρες δεν ανοίγω καν τις κουρτίνες. «Δεν φταίει μόνο ο εγκλεισμός…». Και είχε δίκιο.
Από την αρχή της έκτης βδομάδας προσπάθησα να ξανασυνδεθώ με φίλους και γνωστούς. Να στέλνω φωτογραφίες με ό,τι μαγειρεύω, με τον καφέ που έπινα στο μπαλκόνι, με τις ασκήσεις γιόγκα που προσπαθούσα να κάνω ή με το πώς άλλαζα τα έπιπλα στο σπίτι σε νέο ντεκόρ. Προσπάθησα να βάλω και μια τάξη στα συρτάρια, σε φακέλους και κουτιά… Την ημέρα που ταχτοποιούσα και πετούσα παλιά εισιτήρια από συναυλίες και παλιές προκηρύξεις από πορείες, ήρθε με βεβαίωση «βοήθεια σε κοντινά άτομα» ο Θανάσης, σύντροφος από τα παλιά, να με βοηθήσει με τον χαμό που γινόταν απ’ όλα όσα μάζευα μανιωδώς τόσα χρόνια. Με ρώτησε πού μάζευα τα πολιτικά κείμενα από τις τελευταίες απεργίες και διαμαρτυρίες, του απάντησα ότι είχα καιρό να διαμαρτυρηθώ ή να απεργήσω, με θυμόταν με μια μεγάλη τζίβα και σαλβάρια, τώρα πια φοράω γαλλικά φορέματα και βάφω τα μαλλιά μου για να μη φαίνονται οι άσπρες τρίχες, τον ρώτησα γιατί πάντα στα πολιτικά μας πάρτι το θέμα ήταν αν θα βάζαμε Παπακωνσταντίνου ή Κιάμο στο τέλος, έβαλε να παίζει Βέρτης και κάτσαμε να κάνουμε μια πολιτική ανάλυση της κρίσης από το 2009 ως το 2015. Του είπα ότι από τότε δεν τα παρακολουθώ πολύ γιατί μετακόμισα εξωτερικό μπας και βρω καμιά δουλειά, μου είπε ότι πάντα θα υπάρχει κάποιος που θα έχει ανάγκη την αλληλεγγύη μου, του είπα ότι είμαι κλεισμένη, χρόνια τώρα, σε 30 τετραγωνικά προσπαθώντας να τελειώσω το διδακτορικό μου, με έπεισε να ξαναβγώ στον δρόμο σύντομα και να σταματήσω τις αλλαγές στο ντεκόρ και τις αποτυχημένες συνταγές. Και να προσέχω γενικά, κυρίως την καρδιά μου.
Την επόμενη βδομάδα ο πρώτος κατ’ οίκον περιορισμός έληξε. Όταν βγήκα στον δρόμο και συνάντησα φίλους και γνωστούς με ρώτησαν το κλασικό, πώς την πάλεψα τόσο καιρό μονή μου. Είχα τις αναμνήσεις μου και τα άτομα που μένουν εγκλωβισμένα εδώ και χρόνια στη μνήμη μου… Λοιπόν, εφτά εβδομάδες εγκλωβισμού δεν είναι και τίποτα μπροστά στον δικό τους, αιώνιο εγκλωβισμό… Δεν λες καλά που μου έκαναν και λίγο παρέα. Βέβαια, τώρα πρέπει να τελειώσω το διδακτορικό, να βγάλω επιτέλους αυτά τα παλιά σκουλαρίκια, να στείλω δώρα γάμου και να ξαναγίνω κοινωνικό ον. Ελπίζω να προλάβω μέχρι το επόμενο lockdown.
Ιώ Κούκη