Μέχρι πρότινος πίστευα ότι αναμονή σημαίνει να κοιτάζω τα πορτοκαλί γράμματα του πίνακα για την άφιξη του μετρό ή οι στιγμές που γέμιζα με μουσική μέχρι ο θερμοσίφωνας να ζεστάνει το νερό για το μπάνιο μου.
Η αλήθεια είναι ότι από μικρή έμαθα ότι η αναμονή έχει τέλος. Γιατί στις παρτιτούρες της μουσικής, οι παύσεις είχαν τέλος και ξαναερχόταν η σειρά μου να παίξω. Είχα μάθει να την αντέχω, γιατί ήξερα ότι θα ’ρθει η σειρά μου να αντιγυρίσω στην αναμονή τη μουσική μου φράση, την απάντησή μου. Να αναπληρώσω τη σιωπή που μου επιβλήθηκε. Οι παύσεις ήταν ο λόγος που έμαθα να μετράω σωστά. Έτσι ώστε όταν έρθει η σειρά μου να φανώ αντάξιά τους. Η παύση και η αναμονή που αυτή επιφέρει ήταν κι ο λόγος που έμαθα να αναπνέω σωστά και να κατανοήσω εν τέλει γιατί η δασκάλα της μουσικής έπαιρνε 10 λεπτά της ώρας του μαθήματός μας για να με μάθει να αναπνέω σωστά.
Ακόμα κι όταν μεγάλωσα, πίστευα πως η αναμονή έχει τέλος. Απλώς το τέλος μπορεί να μην ήταν πάντα και τόσο ευχάριστο. Όπως όταν μετράω τα κόκαλα του δείκτη μου για να περάσει η ώρα στην αίθουσα αναμονής ενός ιατρείου. Όχι τυχαία αυτό το δάχτυλο, καθώς πάντα κάθομαι απέναντι απ’ το ρολόι και αυτόματα κοιτώντας τους δείκτες, πιάνω τον δείκτη μου. Πάντα σε αυτή την αίθουσα αναμονής δαγκώνω και τις πέτσες γύρω απ’ τα νύχια μου, οριακά ασθμαίνοντας μην τυχόν και ο γιατρός μού πει: «Λυπάμαι, πεθαίνετε. Σας λείπει ένα κόκαλο από το δείκτη σας».
Αργότερα, συνειδητοποίησα πως η αναμονή μπορεί να κρατήσει πολύ παραπάνω από μια παύση στην παρτιτούρα ή από ένα μέτρημα των κόκαλων του δείκτη. Μπορεί να διαρκέσει από μήνες έως και χρόνια. Κι εκεί δεν μπορώ να αντιγυρίσω με καμία μαεστρία καμία μουσική φράση και καμία αναπνοή δεν μπορεί να με προετοιμάσει γι’ αυτό που έπεται. Και εκεί το τέλος δεν έρχεται με τον θάνατο –ίσως– λόγω έλλειψης οστών, εν είδει λύτρωσης, αλλά με πίστωση περισσότερης αναμονής.
Υπάρχουν και στιγμές στυγνές που η αναμονή δεν υπάρχει. Γιατί το 24ωρο δεν φτάνει να ολοκληρώσω αυτά που μου έχουν επιβάλλει οι χάροντες που έχω επιλέξει να με συντροφεύουν στη ζωή μου. Και νιώθω το μεταλλικό τους ξίφος στο σβέρκο μου να κάνει πρόβες για το σημείο που θα με τεμαχίσει. Ακόμα αναρωτιέμαι πότε αντικατέστησα τους μαέστρους με χάροντες˙ από πότε κουμάντο στη ζωή μου δεν κάνουν αυτοί που μου δίνουν τον λόγο αλλά αυτοί που μου τον κόβουν.
Υπάρχουν και στιγμές που η αναμονή είναι γοητευτική. Σε μια πλατεία κάτω από το Λυκαβηττό. Το μέρος που δεν καπνίζω για να σκοτώσω την αναμονή αλλά γιατί με κάθε μόριο τσιγαρόχαρτου που καίγεται, φαντάζομαι την παλιά δεξαμενή της ΕΥΔΑΠ να γεμίζει σταγόνα-σταγόνα. Και δεν πειράζει να περιμένω να γεμίσει αυτή η τεράστια μπανιέρα, γιατί είναι το μικρό ιερό που ανασύρω κάποιο απ’ τα φαντάσματα του παρελθόντος, αφημένο σε κάποιο σαλονάκι αναμονής στα πίσω διαμερίσματα του εγκεφάλου μου. Και τα φαντάζομαι να κάνουν όμορφα σουαρέ με κρασιά και τυριά στα γύρω χαριτωμένα σπίτια του Κολωνακίου, τα βλέπω να παίζουν μπιρίμπα στο πάτωμα και να χασκογελούν πίσω από κουρτίνες βελούδινες χρώματος κυπαρισσί. Τα φαντάζομαι να παίζουν μουσική ή να κάνουν μακρές παύσεις κοιτώντας αποχαυνωμένα τα κομπιούτερ τους.
Και με τούτα και μ’ εκείνα, με φαντασιώματα σε ξένα σπίτια, μαζί με φαντάσματα το δίχως άλλο γνώριμα, έρχεται η ώρα μου να φύγω από αυτό το ιερό γιατί η μπανιέρα γεμίζει και τα φαντάσματα είναι έτοιμα να με πνίξουν μέσα της. Και καλά αυτά, το σκάνε με τις βάρκες των χαρόντων, αλλά εγώ –αν και δεινή κολυμβήτρια– ακόμα φοβάμαι το νερό.
Κι όχι τίποτα άλλο, απλώς θα ήθελα να ξαναεπιστρέψω, αλώβητη κι όχι πνιγμένη, στις μέρες που η αναμονή είναι απλά μια αντίστροφη μέτρηση με πορτοκαλί αριθμούς ή ένας θερμοσίφωνας που απλώς θέλει τον χρόνο του να μου ζεστάνει το νερό.
ziggyerie