Δεν μπορώ να περπατήσω πια στο σαλόνι μου. Έχει ανθίσει ολάκερο, με τουλίπες κίτρινες που κοντεύουν να με πνίξουν. Βγαίνουν από το πάτωμα, απ’ τους τοίχους, από τις ντουλάπες και τα έπιπλα. Φοβάμαι ότι θα αρχίσουν οι ρίζες τους να εξαπλώνονται και στους υπονόμους από τον νιπτήρα του μπάνιου ή τον νεροχύτη της κουζίνας.
Ήρθες και τ’ αναστάτωσες όλα. Θα δημιουργηθούν προβλήματα με την πολυκατοικία. Θα αρχίσει να θάλλει στο τέλος κι αυτή στο σύνολό της και θα βγάλει τους γείτονες από τη μαυρίλα τους. Επικρατούν αλαλαγμοί, προσπαθούν να βρουν την πέτρα του σκανδάλου και τον λόγο που δεν άνθισαν τριαντάφυλλα ή γαρδένιες. Μπήκαν στην πολυκατοικία όλοι το ’76 και από τότε δεν ξαναβγήκαν, έτσι φαίνεται. Βολεύτηκαν στους καναπέδες τους, πάνε καμία λαϊκή τις Παρασκευές και η τηλεόραση παίζει στον αυτόματο πρωϊνάδικα με κουσκουσαριά και άλλες τέτοιες ιστορίες ωμής τρέλας. Δεν ξέρουν να φερθούν μέσα στις νέες αυτές συνθήκες. Όπως λέει και ο Προύστ, είναι πιο εύκολο να απαρνηθεί κανείς τα συναισθήματά του, παρά ν’ απαρνηθεί την συνήθεια. Ίσως τους κάνει να χαμογελάνε τα πρωινά που τους πετυχαίνεις να μαζεύουν τους λογαριασμούς, να μάθουν να κλειδώνουν την εξώπορτα μετά τις 6, ή να μη χτυπάνε τα πατώματα επειδή τα μεσάνυχτα ακούς Τρίτο Πρόγραμμα και τους φέρνεις στα όριά τους.
Χθες είδα μια κυρία να καθαρίζει την είσοδο, μου φάνηκε περίεργο, μια και όταν νοίκιασα η σκόνη είχε βγάλει τέτοιες ρίζες που ούτε με την ηλεκτρική δεν έλεγε να καθαρίσει. Μια άλλη είπε να βάψουμε τους τοίχους των κοινόχρηστων χώρων για να φωτίσουν λίγο. Μένει στον έκτο όροφο αυτή. Το φως μπαίνει ανεμπόδιστο στο σπίτι της, πώς και σκέφτηκε τους κάτω ορόφους, που είναι μέρα, είναι νύχτα, αποτελεί μυστήριο που λύνεται μονάχα όταν βγεις από αυτή την οδό με τα πιο άσχημα σπίτια του Παγκρατίου. Σ’ το λέω, αν αρχίσουν να σφουγγαρίζουν και τις σκάλες, θα είμαι σίγουρη ότι έχουν καταλάβει ποιος έχει κάνει τη δουλειά. Θα τους πω τη διεύθυνσή σου να έρθουν να τα κανονίσουν με εσένα. Η κυρία χωρίς πρόσωπο απέναντι που βγαίνει και τινάζει πρωί βράδυ, βλέποντας το σπίτι μας, τώρα ποτίζει αβέρτα το πεζοδρόμιο μπας και φυτρώσουν κι εκεί. Μια εβδομάδα δίνω να ανθίσουν όλοι οι δρόμοι που περπατήσαμε μαζί. Θα πνιγεί η Αθήνα, θα ‘ναι χειρότερα από τα χιόνια.
Το τραπέζι κάτω από τον καθρέφτη στο μπαρ μας δεν ξέφυγε από τις ανθοκομικές αυτές προεκτάσεις, ευδοκίμησαν κι εκεί αυτά τα μυστήρια φυτά που άλλα με χρώμα παρόμοιό τους δεν υπάρχουν. Τόσο μεγάλα που αιωρούνται μέχρι το ταβάνι και μοιάζουν με μπαλόνια με ήλιον έμπλεα. Τ’ άλλα τραπέζια έχουν ένα μαράζι, τέτοιο που δείχνει τη μοναξιά που φέρουν οι θαμώνες στις χλιαρές τους συνεστιάσεις. Ξέρεις, τις τουλίπες όσο περισσότερο δεν τις ποτίζεις, τόσο ετοιμάζονται να σε κατασπαράξουν. Ο μπάρμαν τις κόβει κάθε μέρα, ξαναφυτρώνουν. Μοιάζουν με σαρκοβόρα φυτά πλέον που με προκαλούν να βάλω μέσα το κεφάλι σου, ανάμεσα από τις δαγκάνες, να το παγιδεύσουν και να αρχίσουν να το κατασπαράζουν. Αν ήμασταν σε άλλες εποχές θα σ’ είχα σπεύσει στην αγχόνη. Είναι τόσο μηχανικές οι κινήσεις τους – σαν το χρυσό γατί για το φενγκ σούι στη βιβλιοθήκη μου που γέλαγες μ’ αυτό κι ας ήταν το καλύτερο άρπαγμα που ‘χαμε κάνει με μια φίλη. Του έβαλα μπαταρίες την προηγούμενη Πέμπτη και αυτό δεν λέει να σταματήσει να κουνάει το χέρι του. Εμένα θα ‘χε μετά βεβαιότητας πιαστεί στη θέση του. Πέρασα τέσσερα μερόνυχτα κοιτάζοντάς το και βουλιάζοντας κάπου βαθιά στο σώμα μου, δεν έλεγε να σταματήσει.
Δεν ξέρω πως ένα χρώμα που ‘χει κατακλύσει το σπίτι μου μου φαίνεται πια τόσο ξένο. Έχω γίνει σκλάβα τους, όλη μέρα τούς μιλάω, μα προσοχή δεν μου δίνουν. Θα κλείσω τα παντζούρια του σπιτιού, θα κλειδώσω και θα φύγω. Έτσι και αλλιώς ποτέ δεν έρεε άπλετο σ’ αυτό το σπίτι το φως, από κανένα παράθυρο, από καμιά σχισμή δεν κατάφερνε να εισχωρήσει. Πόσο καιρό να πάρει να μαραθεί όλη η πόλη; Να βρω την ησυχία μου; Φεύγω για να μη δω ποδοπατημένες τουλίπες στη Μάρκου Μουσούρου και την Αλεξάνδρας. Θα ‘ναι μικροί θάνατοι. Δεν μπορείς να τις αποξηράνεις και αυτό το νιώθω να με διαπερνάει, να τρυπάει τα κόκαλά μου και να βρίσκει κενό, ολότελα δικό σου μέσα μου. Για πόσο ακόμα καιρό θα αγοράζω καινούργιες στη θέση τους;
Ας είναι πεταμένες και μαδημένες στους πράσινους κάδους. Ας κοπούν όλα από τη ρίζα, να ηρεμήσει και ο δήμος Αθηναίων.
ε.β.