Εκείνη θα ’θελε να λέει πως στους έρωτες πάντα με επιφυλακτικότητα έμπαινε, σαν τα πρώτα χρόνια που οδηγούσε. Για ασφάλεια πατούσε παράλληλα συμπλέκτη και φρένο στις κατηφόρες. «Να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο» έλεγε και ξανάλεγε μέσα της. Σε κάποιους έρωτες κατρακυλούσε με κίνδυνο να τρακάρει, ενώ σε άλλους χειριζόταν με μαεστρία τα πεντάλ.
Ο πατέρας της, ένας άνθρωπος εκ πρώτης όψεως ψυχρός, χρόνια ολόκληρα στεναχώριες δεν φανέρωνε. Την πικρία του μόνο εκδήλωνε, χαζεύοντας την να κάθεται στον καναπέ του πατρικού σπιτιού, στις περιορισμένες επισκέψεις της. Παρατηρούσε το πρόσωπό της διαρκώς πελιδνό, μάτια με πρησμένα, βαριά βλέφαρα και μαύρους κύκλους. Είχε να σκέφτεται πως το στοιχείο αυτό, που έρρεε με αφθονία στην οικογένειά του, το είχε κληρονομήσει απλόχερα κι η κόρη του. Σαν τα δέρματα της μάνας και της αδελφής του. Φειδωλός πάντοτε στα λόγια, αναφώνησε: «Δεν μπορείς να το παίζεις διαρκώς θλιμμένη τα καλοκαίρια». Κι εκείνη ξεφούρνισε με μια στέρεη κι αποκρυσταλλωμένη απάθεια, σάμπως δεν της κόστιζαν τα λόγια του: «Το κάνω με ευκολία και τον υπόλοιπο χρόνο». Η αλήθεια δεν θα μπορούσε να ειπωθεί με λιγότερα, θρόιζε στο δωμάτιο όσο οι δυο τους είχαν το βλέμμα στραμμένο σε ξέχωρες πλευρές του ίδιου τοίχου.
Ο τωρινός της έρωτας ανήκε στην πρώτη κατηγορία, της κατρακύλας. Αυτή τη φράση μονολογούσε και έθετε τέλος σε μαραμένες βεβαιότητες. Επί ματαίω πάσχιζε να αλλάξει τα εφηβικά και υστερότερα λογοτεχνικά της διαβάσματα, τις πρωταγωνίστριές τους. Σταθερά μοτίβα με παραλλαγές στις διατυπώσεις. Την Άννα, την Ελένη, τη Μυρσίνη, την Όλγα, την Ιωάννα, τη Μαργαρίτα. Όλες ως μία, η κάθε μία, προέκταση της άλλης. Και η ίδια, μέσα στα εσωτερικά σκαμπανεβάσματα όλων τους. Εξ ιδίας και ξένης πείρας, έδινε λύσεις στη μιζέρια τους. Αν της είχαν χαραχτεί τόσο οι βινιέτες τους, εκείνη θα έμενε αμετάβλητη στο χρόνο, με μόνη της προίκα τις μελαγχολίες. Σημείωνε στην άκρη των αδιεξόδων τους. Αυτή, που δεν έπαιρνε η ίδια αποφάσεις, που όμως δεν χαριζόταν σε κανέναν, κυλούσε με φόρα και κατρακυλούσε σε κατηφόρες. Κυνηγούσε τα στραπάτσα, δεν έχανε καμία ταπείνωση. Ξεκούφαινε με επιθυμίες να χτίζει σπίτια από δυστυχίες, με πέτρα και λάσπη. Η βέβαιη συνταγή για γερά θεμέλια. Από μικρή αγκομαχούσε εμπλεκομένη στο άχρονο των ιστοριών, τις έσερνε πίσω της από τα πρώιμα χρόνια της ενηλικίωσης, σα βαρίδια, στην πιο θλιβερή παρέλαση καταβύθισής της.
ε.β.
*φωτογραφία:Helen Levitt, Girl Playing Under Green Car, New York, 1980