Όταν ο μπαμπάς έδιωξε τους εμπόρους απ’ τον Ναό, εγώ ήμουνα ακόμα στην κοιλιά της μάνας μου. «Αχ! Άλλα σχέδια έκανα εγώ για κείνον», έλεγε η γιαγιά μου σχεδόν κάθε φορά που με αντίκριζε, «μα ήταν άβγαλτος και τον τύλιξε ώσπου να πεις κάρδαμο η τσαπερδόνα η μάνα σου. Κάθε τρεις και λίγο έσκυβε για να του πλύνει τα πόδια, μέχρι που έγινε το κακό». Δηλαδή εγώ.
«Δεν ήξερε πώς να αντισταθεί στον γυναικείο πειρασμό! Στον νονό δεν λένε πως μοιάζουν τα βαφτιστήρια; Κι ο έρμος ο Ιωάννης έτσι ήταν, επιρρεπής “εις στο ωραίο φύλο”. Πήγε και καψουρεύτηκε εκείνη τη στριπτιζού από τη Νινευή. Όλοι του λέγαμε πως θα το φάει το κεφάλι μ’ αυτήνα που έμπλεξε, μα δεν άκουγε κανέναν!»
Ο μπαμπάς, την εποχή που η μαμά έσκυβε κάθε τρεις και λίγο για να του πλύνει τα πόδια, ήταν σχεδόν διάσημος! Είχε φτιάξει μια εταιρία που υποσχότανε σε όλους τη Σωτηρία. «Δεν είχε όμως επιχειρηματικό μυαλό!» έλεγε η γιαγιά. «Δεν λογάριαζε το κέρδος, ήθελε στ’ αλήθεια να σώσει όλον τον κόσμο! Μα όσοι πουλάγανε παρόμοια προϊόντα αγριέψανε και μαζί με τους εμπόρους που είχε διώξει απ’ τον Ναό έπεισαν τον Πιλάτο να τον συλλάβει».
Ήταν ζόρικα τα πράγματα, μα ο παππούς, που ζούσε ακόμα τότες, ήξερε τους κατάλληλους ανθρώπους, πούλησε το μαραγκούδικο και λάδωσε τον δικαστή για να πέσει ο μπαμπάς στα μαλακά. Ούτε έναν χρόνο δεν έμεινε μέσα.
Όταν βγήκε –εγώ είχα ήδη γεννηθεί– ήρθε στο σπίτι να τον βρει ο παλιός του συνέταιρος, ο Παυλάκης της κυρα-Λένης, της βυζαρούς. «Εδώ έχουνε τη Σωτηρία μονοπώλιο, δεν βγάζουμε άκρη, έλα να πάμε στο εξωτερικό, να δοκιμάσουμε εκεί την τύχη μας», του είπε.
«Αχ! Η μάνα σου φταίει για όλα! Αυτή δεν τον άφησε να φύγει, αυτή τον χαντάκωσε!» κλαίει και οδύρεται σε κάθε ευκαιρία η γιαγιά. «Ο Παυλάκης έχει γίνει τώρα μεγάλος και τρανός, έχει ανοίξει καθώς λένε μαγαζιά σε ολόκληρο τον κόσμο! Και η επωνυμία η ίδια! Φρανσέζινγκ ή κάπως έτσι το λένε, Γάλλοι πρέπει να το σκεφτήκανε».
Μετά που βγήκε ο μπαμπάς από τη φυλακή άνοιξε ένα ψιλικατζίδικο με κάτι λεφτά που του χρωστούσε ο Ιούδας, μα δεν πατούσε ψυχή. Μόνο ο φίλος του ο Λάζαρος πήγαινε και του έκανε παρέα, και παίζανε τάβλι ολημερίς. «Μ’ αυτόν τον βρωμιάρη που βάζεις μες στο μαγαζί, πώς περιμένεις να σταυρώσεις πελάτη;» γκρίνιαζε η μάνα μου. «Αυτός έχει χρόνια να πλυθεί, μυρίζει σαν ψοφίμι!»
Όσο πιο χάλια πήγαιναν οι δουλειές τόσο η γκρίνια της μάνας μου αυξανόταν, κι ο μπαμπάς, όταν έκλεινε το μαγαζί, δεν έρχονταν πια σπίτι αλλά πήγαινε κατευθείαν στην ταβέρνα. Όταν γυρνούσε, τη νύχτα αργά, ήταν πάντοτε μεθυσμένος και η μάνα ξύπναγε για να τον κατσαδιάσει: «Έκαμες πάλι το νερό κρασί; Μήπως να πολλαπλασιάσεις κι ετούτη τη φέτα το ψωμί κι εκείνη τη σαρδέλα γιατί δεν έχει απομείνει τίποτα για να βάλω αύριο στο τραπέζι;!» Έτσι ο πατέρας έφυγε ένα πρωινό για να ανοίξει το μαγαζί και δεν ξαναγύρισε. Η μάνα μου ακόμα περιμένει πως μια μέρα θα επιστρέψει. «Καλά», της λέω, «περίμενε μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία».
Μιχάλης Αλμπάτης