Καθώς βγήκα από το μετρό στο σταθμό Μπαρμπές ένιωσα τον μαγιάτικο ήλιο στο πρόσωπό μου. Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά και η πόλη τεντωνόταν καθώς ξυπνούσε από τη χειμερία νάρκη της. Στάθηκα για λίγα δευτερόλεπτα στο πεζοδρόμιο και πήρα δυο βαθιές ανάσες για να προσαρμοστεί το σώμα μου. Δεν ερχόμουν συχνά εδώ. Σε κάθε πόλη η γειτονιά της αγοράς είναι ιδιαίτερη, είτε αυτή πρόκειται για το Μπαρμές, τη Βαρβάκειο ή για το Μαρσέ ντε Σοντρόν. Εκεί συναντιώνται οι γέροι που σέρνουν νωχελικά τα καρότσια τους για να ψωνίσουν το μεσημεριανό τους, οι έμποροι ναρκωτικών που ψάχνουν για πελάτες αλλά και οι επιχειρηματίες που κουστουμάτοι τρέχουν σε κάποια συνάντηση. Όπως θα έλεγε και ο Σέρτζιο, αν το δημαρχείο είναι ο εγκέφαλος της πόλης και τα πάρκα οι πνεύμονες, η αγορά είναι τα έντερα: γεμάτη σκατά αλλά χωρίς αυτό δεν υπάρχει ζωή.
Είχα φτάσει νωρίτερα από την αγωνία μου, οπότε αποφάσισα να περπατήσω λίγο. Κατευθύνθηκα νότια, προς το σταθμό του τραίνου, χαζεύοντας στο δρόμο τα κομμωτήρια που είναι όλα ομοιόμορφα και συγκεντρωμένα στο ίδιο τετράγωνο, σαν μελικηρήθρα. Φωτογραφίες νεαρών γυναικών με εξτένσιον και ανδρών με την περίφημη “γραμμή” – μια μικρή σειρά χωρίς μαλλιά που ξεκινά από το μέτωπο και καταλήγει πάνω από το αυτί – ήταν κολλημένες στις τζαμαρίες των μαγαζιών για να κρύβουν τους πελάτες μιας και δεν υπήρχαν κουρτίνες. Πού και πού ξεφύτρωνε και κάποιο ινδικό μαγαζί με νυφικά, κλειστό ακόμα, με έναν άστεγο λιπόθυμο από το αλκοόλ να κοιμάται μπροστά στην είσοδο.
Εγώ διάλεξα να τη συναντήσω εδώ, αλλά δεν ξέρω γιατί. Ίσως είναι επειδή αυτή η γειτονιά δεν θυμίζει Παρίσι και ξέρω ότι στη Μαρί δεν αρέσει το Παρίσι. Ίσως πάλι γιατί αυτό το χωνευτήρι πολιτισμών, με τους Αλγερινούς που πολάνε φρούτα από το Κονγκό στους Σριλανκέζους και τους Ρουμάνους που κουρεύουν Κινέζους, να μου θυμίζει το μέρος που συναντηθήκαμε για πρώτη φορά. Ή μπορεί απλά να με τράβηξε η ψαρίλα που θυμίζει τη θάλασσα. Δεν ξέρω αν ήταν σωστή επιλογή, ήταν όμως σίγουρα αυθόρμητη.
Περπατούσα αφηρημένος χαζεύοντας τριγύρω μου και ξεχάστηκα. Κοίταξα το ρολόι μου, η ώρα πέρασε. Έστριψα πάλι δίπλα στις γραμμές του τραίνου και ανηφόρισα από την άλλη άκρη της αγοράς. Κατευθυνόμουν βιαστικά προς το σταθμό του μετρό όταν ξαφνικά την είδα. Ήταν μπροστά στον πάγκο ενός γέρου μαύρου οπωροπόλη που του έλειπαν τρία δάχτυλα από το δεξί χέρι, και μιλούσε μαζί του δείχνοντας τους ανανάδες. Δεν με είχε δει. Παρατηρούσα την αγορίστικη κορμοστασιά της και το πάνω χείλος της, λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο, όπου στην αριστερή του γωνία έσκαγε ένα ελαφρό μειδίαμα καθώς άκουγε το μανάβη. Τα ξανθιά σαν από λινάρι μαλλιά της είχαν μακρύνει. Φορούσε ένα λευκό μπλουζάκι και από κάτω ένα παντελόνι και ένα ζευγάρι πάνινα παπούτσια. Στο αριστερό της χέρι κρατούσε την μικρή της τσάντα ενώ με το δεξί άγγιζε τα τροπικά φρούτα.
Με πρόσεξε όταν άρχισα να κινούμαι προς το μέρος της. Δεν διέκοψε την κουβέντα της αλλά το μειδίαμα έγινε χαμόγελο. Με το που συναντήθηκαν τα βλέμματά μας θυμήθηκα την τελευταία φορά που την είχα δει, αρκετούς μήνες πριν, κάτω από άλλον ουρανό. Ήρθε κοντά μου και μου χάρισε μια αγκαλιά και δυο σταυρωτά φιλιά στο μάγουλο, όπως κάνουν οι Γάλλοι. Αρχίσαμε να μιλάμε με γενικόλογα, ενώ στην ατμόσφαιρα υπήρχε μια αμηχανία, μια αμηχανία δυο ανθρώπων που γνωρίζονται τρεις μέρες αλλά επικοινωνούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο, και παράλληλα ένα αίσθημα συμπόνοιας, μιας και είμαστε κι οι δύο ξενιτεμένοι σε ένα αφιλόξενο μέρος.
Χωρίς να ορίσουμε συγκεκριμένη πορεία αρχίσαμε να περπατάμε μέσα στην αγορά. Οι φωνές, τα χρώματα και οι μυρωδιές πολιορκούσαν άσκοπα τα μυαλά μας που ήταν αφοσιωμένα με όλες τους τις αισθήσεις του ενός στον άλλον. Το μέρος ήταν ιδανικό. Μόνο σε ένα τέτοιο σκηνικό κορεσμένο από ερεθίσματα μπορούσαμε να εκφραστούμε ελεύθερα και να επικοινωνήσουμε ο ένας με τον άλλον. Σταματήσαμε σε έναν Τυνήσιο που έστιβε τα φρούτα του και πήραμε δυο χυμούς. Η Μαρί ήπιε το δικό της σε δυο γουλιές και μετά άρχισε να γελάει μαζί μου διότι είχα λερώσει τα γένια μου. Το γέλιο της ήταν σαν γέλιο παιδιού, με μια φυσική ελαφρότητα και χωρίς καθόλου κακία, και έπεσε πάνω μου λυτρώνοντάς με σαν το πολυπόθητο πρωτοβρόχι σε ξεραμένο χωράφι το Σεπτέμβρη. Εκείνη τη στιγμή όλη η αγωνία των προηγούμενων ωρών και ημερών εξαφανίστηκε από πάνω μου. Ήταν σαν να γύρισα τρεις μήνες πίσω, στις ξέγνοιαστες παραλίες του Ινδικού. Σαν να μην είχε περάσει παρά μια εβδομάδα από την πρώτη μας συνάντηση.
«Θες να πάμε στη φύση;» τη διέκοψα ενώ μιλούσε. «Το ξέρω δεν είναι σαν τα μέρη που έχεις συνηθίσει – εδώ το πιο άγριο ζώο είναι τα σκυλιά του καναπέ – αλλά είναι σίγουρα πιο ελαφρύ το περιβάλλον απ’ ότι μέσα στην πόλη». «Πάμε να δούμε», μου απάντησε με έναν ελαφρά ειρωνικό τόνο. Φαινόταν ότι δεν περίμενε πολλά από τη φύση της μεγαλούπολης, και την καταλαβαίνω.
Πήραμε λίγα φρούτα και δυο χυμούς και πήραμε το τραίνο για το πάρκο του Σο. Περπατήσαμε για ώρες στους κήπους της παλιάς αρχοντικής έπαυλης και μιλούσαμε για το καλοκαίρι που ερχόταν. Εκείνη έφευγε στο Αβινιόν για να πιάσει δουλειά σε ένα σχολείο για παιδιά με ειδικές ανάγκες, κι εγώ σε δυο εβδομάδες μπαρκάρω σε ένα φορτηγό για Νέα Υόρκη. Είμαστε κι οι δύο περαστικοί στην πόλη, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι κάτοικοί της.
Καθίσαμε σε ένα παγκάκι δίπλα στην τεχνητή λίμνη και αρχίσαμε να τρώμε τα κεράσια. Μπροστά μας περνούσαν σαν παρέλαση οι ηλικιωμένοι μεγαλοαστοί Γάλλοι που έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους ή έκαναν την καθημερινή τους άσκηση τρέχοντας γύρω από τον υγρό πυρήνα της περιοχής που ήταν η λίμνη. Πού και πού περνούσαν και παρέες από νέους που μετά το σχολείο αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν τον καλό καιρό για να ξεσκάσουν από την καθημερινότητα. Όμως εγώ δεν ασχολούμουν με τους περαστικούς. Το περιβάλλον, η φύση και οι άνθρωποι, δεν ήταν παρά ο καμβάς όπου έπαιρνε μορφή σιγά σιγά μεταξύ μας κάτι βαθύτερο, πολύ χειρότερο από έρωτα.
Σήμερα, εξετάζοντας τα γεγονότα αυτά από απόσταση, σαν επιστήμονας στο μικροσκόπιο, θα έλεγα πως μόνο όταν κάποιος βρίσκεται σε μεταβατική φάση της ζωής του μπορεί να γίνει ορατός ο πραγματικός του εαυτός. Σαν τον μεσαιωνικό ιππότη που όταν στρίβει το κορμί για να αλλάξει πορεία μέσα από τις δίπλες της πανοπλίας του φαίνεται η πραγματική του σάρκα, φαίνεται ο άνθρωπος πίσω από τη μάσκα του πολεμιστή. Έτσι κι εμείς οι δύο εκείνη τη μέρα βρισκόμαστε σε σημείο καμπής, σε φάση της ζωής μας που στρίβουμε και αλλάζουμε πορεία, και το Παρίσι δεν είναι παρά ο στύλος από όπου κρατιόμαστε για να στρίψουμε την κατεύθυνσή μας προς τα εκεί που αποζητούμε. Έτσι, γυμνοί κι οι δύο από τις μάσκες μας – από τις περισσότερες τουλάχιστον – χορέψαμε μαζί αυτό το χορό της αλλαγής, κινούμενοι προς αντίθετες κατευθύνσεις, όπως κάνουν άλλωστε όλοι οι χορευτές.
Μιλούσαμε για ώρες για φαινομενικά άσχετα θέματα. Για ταινίες, βιβλία, ιστορίες. Η ώρα περνούσε ώσπου άρχισαν να αραιώνουν οι άνθρωποι που περνούσαν μπροστά μας. Το βράδυ πλησίαζε. Στα ανατολικά άρχισε να φαίνεται ο Αρκτούρος, το φωτεινό αστέρι του αστερισμού Βοώτη. Δεν το είχα προσέξει νωρίτερα. Η εμφάνιση του αστερισμού σήμανε την έναρξη της άνοιξης.
Ο μυθολογικός Βοώτης, που λεγόταν Ικαρίων, ήταν ένας αθηναίος βοσκός που φιλοξένησε σπίτι του το Διόνυσο, και ως ανταπόδωση ο θεός του δίδαξε την τέχνη της αμπελουργίας και της οινοποιίας. Ο Ικαρίων έφτιαξε κρασί και θέλησε να το μοιραστεί με τους συμπολίτες του, έτσι βγήκε με έναν ασκό στην πόλη και κερνούσε τους περαστικούς. Όλοι όσοι δοκίμαζαν ευφραίνονταν στην αρχή και συνέχιζαν να πίνουν. Μετά από λίγο όμως ένοιωσαν ναυτία και πονοκέφαλο και έτσι θεώρησαν ότι ο Ικαρίων τους είχε δηλητηριάσει, οπότε τον σκότωσαν και τον πέταξαν σε ένα βαθύ πηγάδι. Ο Δίας στη συνέχεια τον τοποθέτησε στον ουρανό, μεταξύ των Θηρευτικών Κυνών και της Μεγάλης Άρκτου, ως αιώνιο βοσκό. Η εμφάνισή του στον ουρανό συμπίπτει με την αρχή της άνοιξης, της γόνιμης περιόδου της φύσης.
Χαζεύοντας τα αστέρια ξεχαστήκαμε με τη Μαρί και χωρίς να το καταλάβουμε είχε πια νυχτώσει και το πάρκο είχε αδειάσει. Οι φύλακες είχαν κλειδώσει τις πόρτες. Αγχωμένος έψαξα στο κινητό μου να βρω κάποιο τηλέφωνο κάποιου να έρθει να μας ανοίξει. Η Μαρί σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόμασταν και πήγε προς τη λίμνη. Στο λυκόφως την είδα που λύγισε τα γόνατα και έδωσε λίγο ξεραμένο ψωμί που είχε στην τσάντα της σε δυο μικρές πάπιες που βόλταραν. «Έλα, πάμε μια βόλτα!», μου είπε αφού σηκώθηκε και με έπιασε από τον αγκώνα.
Πίσω από τη λίμνη υπήρχαν οι κήποι της μικρής έπαυλης. Καλοκουρεμμένα δέντρα όριζαν δύο μονοπάτια που παράλληλα κατευθύνονταν στο κεντρικό κτήριο. Τρέξαμε ανάμεσα στα δύο μονοπάτια, μέσα από τα δέντρα. Η Μαρί ελισσόταν με μια φυσικότητα, μαθημένη στα δάση, ενώ εγώ ταλαιπωρούμουν να τρέχω πίσω της και τα κλαδιά μου έσκιζαν τα μπράτσα. Όταν φτάσαμε στην έπαυλη και ξαναβρήκα την ανάσα μου την κοίταξα. Μου χαμογέλασε γεμάτη ενέργεια.
Με το χαμόγελό της ξέχασα εντελώς ότι πριν λίγα λεπτά έψαχνα τρόπο να βγω από το πάρκο. Κάθισα στα σκαλιά της έπαυλης και καθάρισα το παντελόνι μου από τα αγριόχορτα που είχε μαζέψει. Έπειτα την ξανακοίταξα και σηκώθηκα. Έφερα τα χέρια μου στο ύψος του στήθους και κρατώντας ένα φανταστικό φλυτζάνι τσάι – με το πιατάκι από κάτω προφανώς – έκανα ότι πίνω μια γουλιά με το μικρό δαχτυλάκι τεντωμένο. «Καλώς ήγθατε στην έπαυλή μου αγαπητή, χαίγομαι που σας βλέπω» είπα κοροϊδευτικά. Γέλασε για λίγο και γρήγορα μπήκε κι αυτή στο ρόλο. Μιλήσαμε για τους δούλους μας και τις βαμβακοφυτείες στις αποικίες και κάναμε μια βόλτα στο γρασίδι από την άλλη μεριά της λίμνης.
Το σκοτάδι έπεφτε πιο βαρύ και κάποια στιγμή σκόνταψα σε ένα αόρατο ξύλο και έπεσα. Η Μαρί αντί να με βοηθήσει να σηκωθώ ξέσπασε σε κοροϊδευτικά γέλια, προσπαθώντας να μην βγει από το ρόλο της. Στο ίδιο πνεύμα της έβαλα κι εγώ τρικλοποδιά και κατέληξε ξαπλωμένη στο γρασίδι δίπλα μου. Γελούσαμε κι οι δύο ώσπου ξαφνικά σιωπήσαμε. Βρισκόμασταν δίπλα ο ένας στον άλλον, πιο κοντά από κάθε άλλη στιγμή. Τα φώτα της πόλης που σκεδάζονταν στο νέφος δεν έφταναν για να διακρίνω τα γνώριμα πλέον χαρακτηριστικά του προσώπου της, και το μόνο που φαινόταν ήταν τα μάτια της. Τα δυο της μάτια που ήταν καρφωμένα στα δικά μου. Έστριψα προς το μέρος της και έτσι όπως ήμασταν ξαπλωμένοι κι οι δύο την αγκάλιασα.
Μάς ξύπνησε ο πρωινός ήλιος και ο ήχος της πόλης που ξυπνάει. Ήμασταν ακόμα ξαπλωμένοι στο ίδιο γρασίδι που κοιμηθήκαμε χτες. Σηκωθήκαμε γρήγορα και φύγαμε από το ξέφωτο. Οι πρώτοι επισκέπτες είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο πάρκο. Με κάποια ενοχικά γέλια καθαρίσαμε πρόχειρα τα ρούχα μας από το γρασίδι και κινήσαμε σιγά σιγά προς την έξοδο. Πήγαμε μέχρι το σταθμό του τραίνου. Η Μαρί έφευγε το απόγευμα για το νότο. Ο αποχαιρετισμός μας ήταν άτσαλος κι αυτός όπως ήταν και ο πρώτος. Δεν ξέραμε τι να πούμε οπότε δεν είπαμε τίποτα. Κίνησα προς το σπίτι κρατώντας στο μυαλό μου τις εικόνες από αυτή την υπέροχη συνάντηση, και προσπαθούσα να μην σκέφτομαι πότε θα την ξανασυναντήσω.
(συνεχίζεται)
Πράσινο Τετράδιο