Μεσημέρι Αυγούστου, από τα τελευταία που όμως παραμένουν ανυπόφορα στην μεγαλούπολη. Η Α. στο μπαλκόνι του σπιτιού της επιδίδεται σε μία ύστατη προσπάθεια να ολοκληρώσει τη δουλειά που είχε βάλει σκοπό από την αρχή της ημέρας. Η συγκέντρωση δε τη συνάντησε ποτέ, χάθηκε κάπου ανάμεσα στο καυτό αεράκι που φυσά δειλά και στο ακατάπαυστο τραγούδι των τζιτζικιών– ένα από τα προνόμια του να μένεις σε προάστιο της πρωτεύουσας όπως θα έλεγε. Ρουφά και την τελευταία γουλιά του νερωμένου, κάποτε κρύου, καφέ της και εστιάζει το βλέμμα της στο κενό. Δεν κοιτά κάπου, δεν παρακολουθεί κάτι, δεν σκέφτεται. Ένα κορνάρισμα πάει να την αποσυντονίσει αλλά «χάνεται» ξανά. Αφουγκράζεται.
Αρχές του καλοκαιριού συμμετείχε σε μία συζήτηση γύρω από τον τρόπο με τον οποίο ανακαλούμε, όταν μας ζητηθεί, γεγονότα που βιώσαμε στο παρελθόν. Ένα από τα ενδιαφέροντα συμπεράσματα της συζήτησης αυτής ήταν πως η πρώτη ενστικτώδης αντίδραση του καθενός είναι να ανασύρει εικόνες διάσπαρτες, που στη συνέχεια τοποθετεί στον χώρο και στον χρόνο, πλάθει, ομογενοποιεί και δημιουργεί την αφήγησή του που παρουσιάζει στον ενδιαφερόμενο συνομιλητή. Συμφώνησε, άκουσε με ενδιαφέρον τη συνέχεια της συζήτησης και της δημιουργήθηκε η απορία: ποια θέση έχουν τα συναισθήματα στην περίπλοκη διαδικασία της ενθύμησης; Η πορεία της συζήτησης την έκανε να αφήσει στην άκρη τον συλλογισμό της για μία επόμενη φορά.
Η σκέψη αυτή ξεπήδησε αναπάντεχα μήνες μετά, όταν στα χρονοβόρα και ανώφελα σκρολαρίσματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης άρχισε να εντοπίζει την επανάληψη φράσεων όπως «πως βίωσαν οι μεν ή οι δε την καραντίνα». Στάθηκε για μια στιγμή και απηύθυνε το ερώτημα στον εαυτό της, σα να την ρωτούσε κάποιος άλλος –ξένος ή οικείος μικρή η σπουδαιότητα– πώς βίωσε την καραντίνα. Χωρίς μεγάλη χρονική απόσταση από το γεγονός που ανακάλεσε, χωρίς την επιβολή κάποιου φιλτραρίσματος σε μία συνομιλία με τον εαυτό της, με τις εξελίξεις σχετικά με την πανδημία και τις επιπτώσεις στη ζωή της να συμβαίνουν σε πραγματικό χρόνο, η ενστικτώδης αντίδρασή της είναι να ξεκινήσει την εξιστόρηση με δύο λέξεις: φόβος και αβεβαιότητα˙ και οι δύο εκφράζουν συναισθήματα! Η πρώτη, ανεπιτήδευτη και αβίαστη έναρξη της αφήγησης είναι τα δύο αυτά συναισθήματα. Ο φόβος που σε παραλύει και η αβεβαιότητα που σε καθηλώνει.
Και στη συνέχεια μία εικόνα από τις πολλές διάσπαρτες που θα συνθέσει και θα αποτελέσουν το σώμα της αφήγησής της. Είναι βράδυ, μετά τα μεσάνυχτα, όταν βγαίνει στο μπαλκόνι του σπιτιού της να απλώσει τις νωπές από το ντους πετσέτες της. Είναι από εκείνα τα ανοιξιάτικα βράδια με την ψύχρα και την υγρασία και αυτό την αναγκάζει να κουμπώσει το φερμουάρ της ζακέτας της. Αφού τοποθετεί το μανταλάκι, σηκώνει το κεφάλι της ικανοποιημένη και κάτι της φαίνεται άγνωστο, ξένο. Στέκεται για λίγο, δυσκολεύεται να το προσδιορίσει αλλά η συνειδητοποίηση τη χτυπά ξαφνικά. Σιωπή! Κανένας γνώριμος ήχος, λες και όλα είχαν παύσει˙ οι ήχοι των αυτοκινήτων από την κοντινή λεωφόρο, ο ήχος του τραμ που περνά από τον παραδίπλα δρόμο, αυτοκίνητα και μηχανάκια που περνούν κάτω από το μπαλκόνι, οι φωνές νεαρών εφήβων που εκείνη την ώρα είναι συγκεντρωμένοι στο προαύλιο του απέναντι σχολείου και αναμετρώνται σε πειράγματα και βρισιές. Κυριαρχεί μία τρομακτική ακινησία!
Μεσημέρι Αυγούστου, από τα τελευταία αλλά το ίδιο ανυπόφορα στην πόλη. Ένα μηχανάκι με χαλασμένη εξάτμιση αναγκάζει την Α. να ξεκολλήσει το βλέμμα της από το κενό. Ανασκουμπώνεται στην καρέκλα και ακούει από τον δρόμο τον χαιρετισμό δύο γυναικών που χώριζαν τον δρόμο τους στην παρακάτω διασταύρωση. Ο χαιρετισμός για καλό απόγευμα την πανικόβαλλε ότι η ώρα είχε περάσει και θα έστηνε το ραντεβού της. Μπήκε στο σπίτι, ντύθηκε βιαστικά, πήρε τη μάσκα της και κατευθύνθηκε προς τη στάση του λεωφορείου με γοργό βηματισμό.
Δέσποινα Ντούρου