Αναρωτιόταν τι νόημα έχουν οι πράξεις της εάν δεν έχει θεατές. Κλεισμένη σε ένα διαμέρισμα έπρεπε να βρει λόγους να υπάρχει να συνεχίσει να είναι. Και τους είχε.
Η δουλειά από το σπίτι τη βοηθούσε, υπήρχε μια κάποια ανατροφοδότηση. Ο εραστής που λίγο πρίν την καραντίνα είχε γνωρίσει ήταν επίσης ένα καλό κοινό. Ντυνόταν, βαφόταν και τον περίμενε. Άλλοτε πάλι πόζαρε για αυτόν, του έστελνε τις μαγειρικές της, τις μουσικές της και φωτογραφίες από τους περιπάτους της στο κέντρο της Αθήνας.
Αυτός μπορεί να μην έβλεπε τίποτα. Ποτέ δεν την είδε πραγματικά.
Αυτή παρ’ όλα αυτά συνέχιζε ακάθεκτη να του επιδεικνύει στιγμές από την καραντίνα της.
Και ήταν ακριβώς αυτή η καραντίνα που όριζε το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορούσε να κινηθεί. Το να μένει στο σπίτι και να αράζει μόνη της με τις ώρες, συνοδεία κρασιού και μουσικής, της ήταν κάτι οικείο. Δεν δυσκολεύτηκε διόλου – ίσα ίσα ήταν ο παράδεισός της. Δεν ήθελε να τελείωσει. Ήταν σαν αυτή η νέα κατάσταση να ερχόταν να επικυρώσει την πρότερη ρουτίνα της και τη διάθεσή της. Αυτό που την περιόριζε ήταν αυτό που την ελευθέρωνε.
Στην καραντίνα ξαναγεννήθηκε.
Οι σχέσεις της με τους οικείους της έγιναν πιο ουσιαστικές. Η επικοινωνία -έστω μέσω τηλεφώνου- είχε αλήθεια και νοιάξιμο. Ό,τι νόημα είχε πιάσει στα 29 της για τη ζωή, έπαιρνε τώρα σχήμα και μορφή. Περιπλανήσεις σε μια πόλη άδεια, σε μια Αεροπαγείτου γεμάτη πουλιά, θυμάρια και καθαρό αέρα. Τους λίγους ανθρώπους που συναντούσε στο διάβα της, τους κοίταζε στα μάτια. Και αυτοί το ίδιο. Σαν να τους ξέρει. Η αίσθηση πως κάτι μας συνδέει, είμαστε μαζί σε αυτό, μοιραζόμαστε την ίδια πρωτόγνωρη εμπειρία ήταν αρκετή για να την πλημμυρίσει με ευγνωμοσύνη. Δεν είχε ξαναζήσει κάτι παρόμοιο – παρά μόνο όταν χιόνιζε και μοιραζόταν με τους περαστικούς το ίδιο συναίσθημα κρυφού ενθουσιασμού.
Περίμενε πως και πως το βράδυ – και αυτό δεν αργούσε να ρθει. Τα βράδια όλα ησυχάζουν. Τα βράδια δεν έχουν αξιώσεις και προσδοκίες να σου φορτώσουν, πόσο μάλλον τώρα. Μόνο γλυκές νοσταλγίες για τα περασμένα και μια στοχαστική μελαγχολία.
Οι μέρες περνούσαν και αηδίαζε στην ιδέα της επιστροφής στην κανονικότητα. Ζούζε σε ένα παράλληλο, ιδεατό για εκείνη σύμπαν μοναχικότητας – όχι απομόνωσης ούτε αποξένωσης. Έκανε καλή παρέα στον εαυτό της, τον πρόσεχε, έτρωγε υγιεινά και γυμναζόταν.
Αυτό που της προσέφερε τελικά η καραντίνα ήταν το άνοιγμα στη διάσταση του χρόνου.
«Ο χρόνος κυλάει και εγώ τώρα απλά στέκω και τον παρατηρώ», σκεφτόταν.
Από μικρή της άρεσε να παρατηρεί τα πάντα αργά και προσεκτικά και όλο αυτό ερχόταν σε σύγκρουση με τους γρήγρους ρυθμούς που επέβαλλε η «κανονικότητα».
Στην «κανονικότητα» έτρεχε και η ίδια μαζί με τον χρόνο και τίποτα δεν κυλούσε αρμονικά. Νόμιζε ότι τον κατακτούσε, τον κέρδιζε, αλλά στην πραγματικότητα τον έχανε μέσα από τα χέρια της, σαν ψιλή άμμο. Έχανε τον εαυτό της και τη ζωή της.
Αυτή τη φορά όμως, η συνάντηση με τον χρόνο ήταν γλυκιά και βελούδινη, σαν αγκαλιά. Γλιστρούσε απαλά στις μέρες και τις όριζε εκείνη. Δεν υπήρχε σύγκρουση.
Τελικά κατάλαβε ότι δεν χρειάζεται θεατές.
Τελικά κατάλαβε ότι η αίσθηση του χρόνου επιβάλλεται από έξω.
Τελικά κατάλαβε ότι η «κανονικότητα» θα έπρεπε να έχει κάτι από καραντίνα.
παρά Φροσύνη