Κυριακή

Κυριακή

Θα ξημερώσει μία Κυριακή και θα μάθεις πως Κυριακή γίνονται όλα τα σπουδαία κι αίφνης αμφοτερόπλευρη ημιανοψία –έχασα το φως μου– στο ενστικτώδες σκοτείνιασμα της έμπνευσης θα χειροκροτήσεις –κλαπ κλαπ– θα ακούσεις τις οπλές του Χείρωνος, έπειτα την 8η του Μάλερ, να οξυνθεί η ακοή, κάθε κοψιά και βήμα, κάθε σοφία κι οπισθοχώρηση, αόμματος κι ηττημένος, θα αναρριχηθείς επάνω σε βρυώδη εξάρματα, τετραποδίζοντας θα προκαλέσεις εδαφικές πτυχώσεις, στο σύγκλινο θα έρθεις αντιμέτωπος με το κατά Χάιντεγκερ Είναι σου, η Ορογένεσή σου, θα αμφισβητήσεις μετά θα αμφισβητείς το εδωνά-Είναι σου, το εκειθά-Ήταν σου θα ξεσηκώνεται, μετά η Λάβα σου, το ψυχικό σου τήγμα, η Μαγματογένεσή σου, έπειτα η Σεβωείμ κι εσύ φιλοπερίεργος ψαχουλευτής και γυναίκα του Λωτ την κεφαλήν εις τα οπίσω, απολιθωμένα κολυμπίδια στους Αιγός Ποταμούς να προϋπαντήσεις τον κομήτη του Χάλεϋ όπως κάνει το παλιό στο καινούριο, όπως τα κρίνα ανθούν εκ νέου κάθε Μάρτη και όπως η ζωή θα σε κρατάει πάντοτε από αυτά που αγαπάς πιο πολύ, έπειτα θα χαρακτηρισθείς ως Ώριμος, εσένα μέσα σου όλα ακόμα αταξινόμητα, στις φλέβες σου τρέχει μιαν ουσία διαφορετική, σαν ασυμβίβαστο θαλασσόνερο, σε μια θάλασσα θα καταφύγεις και θα ‘ναι αλμυρή, θα προσπαθήσεις να νιώσεις σπουδαίος μέσα σε αφρώδη κύματα, λυσίκομος και σαλταρισμένος, χωρίς τα μάτια σου θα κράζεις «Σε βλέπω! Σε βλέπω!» και θα ’ναι Κυριακή.

 

Ματθαίος Λεωνίδας

 

*πίνακας: William Baziotes, A surrealist scene with deer