της Ευθυμίας Γιώσα
Υπάρχουν κάτι σεκάνς σαν δίχτυα – σ’ αρπάζουν και χαίρεσαι να σπαρταράς στην άκρη του κάδρου. Εκλιπαρείς να μείνεις για λίγο ακόμη αβοήθητος εντός τους, έως ότου βεβαιωθείς ότι τις έχεις συνειδητά κι ολοκληρωτικά αφομοιώσει – όπως το μωρό τις θρεπτικές ουσίες απ’ το γάλα.
Υπάρχουν κάτι σκηνές που μυρίζουν μπράντι από αχλάδι και στις οποίες ένα σπασμένο παράθυρο είναι μόνο μια ευκαιρία να μπει λίγος αέρας στο σπίτι. Η ώρα είναι σωστή μόνο αν την κοιτάξεις στο ρολόι με το μικρό καντράν και το λεπτό λουρί –απόλυτα ταιριαστό με τον λεπτό καρπό που το φοράει– κι ένα κέρμα δεν είναι ποτέ μόνο ένα κέρμα. Κάποιες φορές, σ’ αυτές τις σκηνές, ακούς έξω απ’ το σπίτι το τηλέφωνο να χτυπάει, αλλά δεν προλαβαίνεις να το απαντήσεις, κι άλλες φορές, όταν το απαντάς, εύχεσαι να μην το είχες κάνει.
Κι έπειτα, υπάρχουν σκηνές κατακόκκινες, κατάλευκες, λουσμένες στο μπλε – δεν ξέρεις σε ποιον κουβά να πέσεις και να βαφτείς ολόκληρος, να βαφτούν κόκκινα, λευκά, μπλε τα δάχτυλα, τα βλέφαρα, οι σκέψεις. Το πεπρωμένο. «Θέλει φυσικότητα το πεπρωμένο», σου λένε αυτές οι σκηνές, «και πάντα σ’ αναγνωρίζει». Είτε καταμεσής της Μάγχης είτε λίγο πριν από το σφίξιμο της αγχόνης. Εκεί πια, στον απαγχονισμό, δεν υπάρχει άλλος δρόμος παρά να συντριβείς από την ενοχή – γιατί όλοι είμαστε λίγο ένοχοι, τελικά, ακόμη κι αν δεν φταίμε.
Υπάρχουν κάτι σεκάνς που ο έρωτας επιμένει μελωδικά, γίνεται μούσκεμα από τη βροχή, φεύγει για να γυρίσει διά παντός, ηχογραφεί την καθημερινότητα, δεν αναρωτιέται παρά υπάρχει. Κι η μουσική σ’ αυτές τις σεκάνς, ταπεινά μεγαλειώδης, σου δίνει έναν λόγο για να μάθεις επιτέλους να σφυρίζεις. Ή για να αποστηθίσεις εκείνον τον χριστιανικό Ύμνο της Αγάπης. Κι ποίηση· είναι παντού η ποίηση. Στις κυρτωμένες ράχες των γερόντων που περνούν, στις εφημερίδες, στη στροφή του δρόμου, στο τρένο που φεύγει κι ο νεαρός άντρας τρέχει λαχανιασμένος να το προλάβει, στα τσιγάρα, στα ξυρισμένα και στ’ αξύριστα μάγουλα, στα βρώμικα νύχια, στα ψηλά παράθυρα, στην απόγνωση, και στη λύτρωση – ή στον αγώνα γι’ αυτή.
Με τέτοιες σκηνές έφτιαξε τις ταινίες του ο Κριστόφ Κισλόφσκι, αφήνοντάς με να σκεφτώ ότι θα τον έβρισκε σύμφωνο ο, παραφρασμένος εξ εμού, στίχος του Κακναβάτου: «η τέχνη, όχημα εκ βαθέων, παραβιάζοντας τα σύνορα του ελεγχόμενου Λόγου, αναγγέλλει τον παφλασμό του θαύματος»[1]. Νομίζω, δε, ότι μόνο ένας απαισιόδοξος άνθρωπος[2] είναι ικανός και κατάλληλος να αναγγείλει το όποιο θαύμα – και, κυρίως, να το δημιουργήσει.
[1]Βραχέα και Μακρά, σελ. 15. Ο πρωτότυπος στίχος του Έκτορα Κακναβάτου έχει την «ποίηση» στη θέση της «τέχνης» και τον «Λόγο» ως «λόγο».
[2] «Έχω ένα πολύ καλό στοιχείο στον χαρακτήρα μου και αυτό είναι ότι είμαι απαισιόδοξος», όπως έχει ο ίδιος δηλώσει σε συνέντευξή του η οποία υπάρχει μεταφρασμένη εδώ: https://www.nostimonimar.gr/kieslowski-films-biography/