Το παρελθόν σου, τάφος ασύλητος.
Μια-δυο κουβέντες όμοιες με τις παραβολές του Ιησού κι έπειτα σιωπή.
Ένας μικρός, επώδυνος κι επαναλαμβανόμενος κάθε Τετάρτη και Παρασκευή θάνατος.
Κι έπειτα, την Κυριακή, τον ραίνεις με αρίφνητα λουλούδια.
Πού να ’ξερες όταν σε πρωτογνώρισα πως πήρα ένα μπουκέτο λουλούδια και το φόρεσα πάνω μου. Μ’ αρέσει που σου είναι ακόμα άγνωστο. Άραγε, θ’ αλλάξει κάτι άμα στο φανερώσω;
Χρειάστηκε ν’ ανέβω κυκλαδίτικους αμμόλοφους,
να σκαρφαλώσω δαιδαλώδεις ανεμόσκαλες,
να ταξιδέψω σα λαθρεπιβάτης στις γλυκόπικρες αναμνήσεις σου,
να κόψω σε χρωματιστά χαρτόνια την αξιοπρέπειά μου σε σχήμα τετράγωνο, απόλυτο κι αμείλικτο
και ν’ ακολουθήσω το διαολεμένο
–θου Κύριε–
κι αλάθητο ένστικτό μου για να γευτώ κάτι από εσένα, μιας και μ’ έχεις υποβάλει σε μια αιώνια νηστεία.
Έβλεπα σ’ ένα όραμα, ντυμένο με τους στίχους ενός ύμνου, ότι συναντιόμασταν λίγο πριν τα σκαλιά. Και το όραμα ζωντάνεψε κάπως ετεροχρονισμένα, μονάχα που εγώ ήμουν απλά μια παρατηρήτρια σε κάποιο γειτονικό μπαλκόνι, κι εσύ, στο κέντρο του αστεριού, αντάλλασσες όρκους αιώνιας αγάπης.
Είδα όλα αυτά που έψαχνα σ’ έναν συλημένο, Πανάγιο Τάφο και σαν άλλο τριαδικό, αλαφροΐσκιωτο αερικό μετακίνησα τη θεόρατη και πέτρινη σιωπή σου.
Σε λίγο θα γίνουμε σκόνη.
Μακάρι αυτή τη φορά να μην αναστηθώ κι εσύ να πάψεις να μ’ αρνιέσαι· να πάψω κι εγώ να μηρυκάζω απομεινάρια απ’ τον Μυστικό σου Δείπνο.
Μου το επιβεβαίωσαν οι μικροί θησαυροί που μέσα σ’ όλη τους την ομορφιά και την αγιοσύνη με ξόρκισαν να μη μιλήσω ποτέ γι’ αυτούς.
Γιατί σα θα το κάνω
δε θα με ξεπλένουν αλαργινοί ποταμοί
δε θα μ’ εξιλεώσουν ανηφορίσματα σε Κρανίου Τόπο
κανένα καρφί δε θ’ αποπληρώσει την αγνότητα των χεριών μου
κανείς δε θα νίψει τας χείρας του για εμένα.
Θ’ αφήσω απλά κάτι στο σύμπαν να αιωρείται για εσένα. Κι ας μη το λάβεις ποτέ.
Ούτως ή άλλως σε λίγο θα γίνω σκόνη.
Ziggyerie
*πίνακας: Peter Paul Rubens, Αποκαθήλωση, (1612-1614).