Σήμερα ήθελα να καπνίσω στο μπαλκόνι
και μου ’ρθε να ρίξω τον δεύτερο όροφο της διπλανής πολυκατοικίας
για να βλέπω πιο καθαρά την Πειραιώς.
Φανταζόμουν λίγη πυρίτιδα να φωλιάζει στα γείσα που συγκρατούσαν το άσχημο, αυθαίρετο μπαλκόνι του ’90 με τα γκρι κάγκελα και τα ριγέ πλακάκια και τα μάτια μου έλαμπαν από ηδονή.
Για κάποιο λόγο η κίνηση της Πειραιώς μού φαίνεται απείρως γοητευτικότερη. Λίγο πιο χαοτική, αλλά μέσα στο χάος της ξεκάθαρη. Το Αυθαίρετο από την άλλη είναι η λύση της Ανάγκης. Το βόλεμα, η στασιμότητα, η πλήξη.
Αμέσως ο στρατηγός Παρμενίων ανέβηκε από τα Μακρά Τείχη και προσγειώθηκε στην απέναντι ταράτσα του Airbnb.
Έδιωξε τους αναψοκοκκινισμένους τουρίστες που έπαιρναν πρωινό και έπιναν freddo εξπρέσσο, πεισματικά κάτω από τον ήλιο. Περιεργάστηκε εταστικά τις ξανθοκόκκινες τούφες τους και τους είπε με φωνή στεντόρεια: «Με εσάς, Βησιγότθοι, θα λογαριαστώ αργότερα». Έπειτα καθήλωσε το άγημα σε θέση μάχης.
Κοίταξε το πολεμοχαρές μου ύφος με υπερηφάνεια, έτοιμος να κυλιστούμε σε μια δίνη καταστροφολαγνείας.
Μου έκλεισε το μάτι για να ανάψω το τσιγάρο και να δώσω το σύνθημα για τον πόλεμο.
Το κυλίνδρισμα του αναπτήρα έφερε στ’ αυτιά μας ένα συνονθύλευμα από τσιρίγματα σειρήνων, καμπάνες και φτερουγίσματα πανικόβλητων περιστεριών.
Το άγημα τράπηκε σε φυγή και γκρεμίστηκαν όλα εκτός από τα μπαρουτιασμένα γείσα που στήριζαν το αυθαίρετο μπαλκόνι του ’90.
Αυτό παρέμεινε ακλόνητο, μπλοκάροντας τη θέα στη Πειραιώς.
Ο Παρμενίων έσπευσε δίπλα μου και πήρε μια τζούρα απ’ το τσιγάρο μου.
«Ούτε τα Γαυγάμηλα δε με δυσκόλεψαν έτσι. Βάλε δυο καρέκλες και πήγαινε εκεί να βλέπεις τη Πειραιώς. Κάνε ειρήνη με το Αυθαίρετο», μου είπε.
«Προσπάθησα, μα η Αυθαιρεσία είναι η επιβολή της Ανάγκης. Εγώ είμαι ελεύθερη και είμαι φτιαγμένη για τον πόλεμο», του αντιγύρισα κι εκείνος σήκωσε τους ώμους.
ziggyerie
*πίνακας: Nicolas Hubesch