Ακίνδυνα κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης
Κοιτάχτε αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω
κι αν γίνεται, μαντέψετε ποιό είναι του Άδη το χρώμα.
Μελισσάνθη
Επιστρέφω μόνο με το στόμα από την ένδεια στεγνό
και το αδιέξοδο στην πλάτη φορτωμένο, σαν τον Σίσυφο
κουβαλάω τη ζαριά μου, ζωσμένη το επόμενο ποντάρισμα
επιστρέφω στο Νότο, σ’ ό,τι χρυσό, θερμό και στη ραστώνη.
Ράβει τα τζιν μου, η μάνα, μπαλώνει την καρδιά μου,
με ταΐζει ελιές, η μάνα, μετάγγιση το λάδι που μου βγήκε,
ασπρίζει τα μακό, η μάνα, τα κρίματά μου στη χλωρίνη,
μειδιά, η μάνα, όταν της λέω πώς πέρασα στον Άδη.
Μ’ αρέσει να λέω τους φίλους μου πειρατές, με τα πόδια
ανοικτά κι αυτοί, σαν Κολοσσοί, βυθομετρούν το χαίνον
της απόστασης, βρίσκουν πρωραίο ιστό να κρεμαστούν
και πάντοτε σαλτάρουν. Μ’ αρέσει να καλώ τους φίλους μου
πειρατές, παρακμίες, προβοκάτορες, πούστηδες, πουτάνες
και Προδρόμους και μ’ άλλα ονόματα δρομαίων από Πι
που διχάζονται μαζί με το δικό μου. Κι όταν τους ξαναβρίσκω
τεντώνουμε τα χέρια μας σε διάσταση, προσπαθούμε
ν’ αγγιχτούμε κι όταν δεν τα καταφέρνουμε πετάμε πέτρες
χαραγμένες, μνήματα απ’ τα έγκατα που δραπετεύσαμε.
Αν στη Σαλονίκη μοναχά δεν έπρεπε το καράβι,
αν στο Παρίσι δεν έμελλε να έχει τέτοια γραφή,
αν μια ροδιά δεν άνθιζε έξω απ’ τα γονικά μου,
θα’ θελα να με λένε Άλκηστη και πάλι απ’ την αρχή,
κι η ξενιτειά κι ο Πλούτωνας με τη λαβή γεμάτη μύες
κι όλα τα άλλα μάταια νεκρομαντικά του, ο θάνατος για
για τον θάνατο, η τέχνη για την τέχνη, κι εγώ πάντα για σένα.
21.06.2020
Μπίλη Μητσικάκος