Πινέζες Βέτο

Πινέζες Βέτο

Τίποτε δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για το ανεξήγητο. Ανοίγεις το παλιό κουτί από κουφέτα που πάνω γράφει «φοτογραφιες φωτογραφιες» κι αναγνωρίζεις το γραφικό χαρακτήρα της γιαγιάς Ελένης. Τίποτε δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει· ούτε καν το μικρό βαρίδι των 70 γραμμαρίων ούτε και οι σκόρπιες πινέζες που ακόμη γυαλίζουν αν και μαυρισμένες. «Vetto», ελληνικής κατασκευής, drawing pins, punaises No. 3, 100.

Ο πατέρας σου μικρός, ο πατέρας σου τρομοκράτης.

Η γιαγιά Ελένη να ράβει, πιο νέα.

Ο γάμος της θείας Ερατώς που φαίνεται σίγουρα μεγαλύτερη από τον Στάθη. Είναι χαρούμενη αλλά βγαίνει πάντα με μάτια κλειστά στις φωτογραφίες. Κι ύστερα, σε αυτήν εδώ, γελά διστακτικά και φαίνονται ολοκάθαρα τα μεγάλα δόντια της ‒ κάπως αραιά με αέρα παιδικότητας. Ντρέπεται. Δεν ξέρουμε τι σκέφτεται.

Εντάξει ως εδώ.

Άγνωστα σπίτια. Άγνωστα πρόσωπα.

Μια φωτογραφία του παππού μου και εμένα με το χέρι μου στο στόμα ‒ τίποτα δεν με προετοιμάζει γι’ αυτό. Γιατί, άραγε, συνέβη πραγματικά; Εγώ με πάνα και ένα αρκουδάκι που δεν μπορώ να αναγνωρίσω σε μια αυλή που ξέρω πως είναι στην Κηπούπολη μόνο επειδή την ξέρω από άλλες φωτογραφίες. Αλοκάσιες και μια μεγάλη φτέρη και κάτι άλλα μεγάλα φυτά μέσα σε τενεκέδες από λάδι βαμμένους μπλε. Τι παράξενο, δεν την ήξερα αυτήν τη ζούγκλα· και φαίνεται να υπάρχει χρόνια πολλά γιατί νά σου τώρα ο πατέρας μου, μόλις 20 χρονών, ίσως και μικρότερος, στέκεται στο κατώφλι κι από πίσω του καραδοκεί η ίδια αναθεματισμένη κι αθάνατη αλοκάσια.

Και ορίστε τώρα αυτές, ας πούμε, οι παλιές φωτογραφίες. Από κάποια βάφτιση.

Ποιοι είναι αυτοί; Δεν αναγνωρίζω κανέναν. Ούτε καν τον παππού, που φαίνεται τόσο παράξενος με το βλέμμα του μισό εδώ, μισό στις σκέψεις του. Παράξενη φάτσα, πιασμένη στη φωτογραφία σε στιγμή μορφασμού. Σχεδόν καρικατούρα, σχεδόν Μπρούνο Σουλτς. Και η γιαγιά μου τόσο κομψή, με μια ιδιότυπη κομψότητα που φαίνεται στο στήθος της, στα μάτια και στα στενά χειλάκια αλλά κυρίως, σε αυτά τα πόδια, στις γάμπες της, που είναι η μια πάνω στην άλλη. Όχι, όχι. Είναι οι αστράγαλοι που ενώνονται.

Πάλι εγώ μωρό.

Βλέπω καρφί μέσα στο μάτι της κάμερας και με αντικρίζω.

Κοιτάω να κοιτάω εμένα.

Και είναι αλήθεια παράξενο και δεν το περίμενα και κανένας δεν με προειδοποίησε. Ύστερα να ‘μαι πάλι. Χαρωπή κάθομαι στο πεζούλι. Μπροστά η γιαγιά κάθεται σε μια καρέκλα και δίπλα μου ο Καπέλας που κάτι μου λέει κι έχω στ’ αλήθεια ξεκαρδιστεί στα γέλια και με νάζια του δείχνω κάτι που κρατάω σφιχτά στο χέρι.

Αυτό το ήξερα. Η αδυναμία μου για τον Καπέλα είναι αδιαμφισβήτητη και υπάρχει από πάντα. Είναι το όνομά του στο παιδικό μου μυαλό και μια μυθολογία που έχτισα γύρω από αυτό. Και άλλα πολλά, βέβαια.

Πάλι φωτογραφίες σκόρπιες από τη βάπτιση αυτού του άγνωστου αγοριού.

Σε αυτές δεν φαίνεται το ίδιο το αγόρι.

Δεν το έχουν φέρει ακόμη. Ενώ στις προηγούμενες ο φωτογράφος, ποιος είναι άραγε, έχει πετύχει το παιδί τη στιγμή που ο παπάς το έχει πάρει από τις μασχάλες, το έχει ήδη βουτήξει μια καλή μες στο νερό και ετοιμάζεται για τη δεύτερη. Ο φωτογράφος έχει πιάσει το δεξί παΐδι του παιδιού να διαγράφεται, τα γόνατά του ελαφρώς λυγισμένα, τα χέρια σχεδόν διάπλατα, το κεφάλι γυρτό στα δεξιά, κι όλα να γυαλίζουν από το λάδι και τη δραματικότητα της στιγμής. Τα άλλα παιδάκια με μάτια σχεδόν γουρλωμένα κοιτούν το παιδί και κάποια άλλα την κάμερα με στόμα μισάνοιχτο. Ένα κοριτσάκι, κάπως μεγαλύτερο κοιτά τον παπά με την μεγάλη του γενειάδα.

Φτάνω πάλι στην αρχή.

Κλείνω το κουτί.

That is not what I meant at all; That is not it, at all.

ΑΛΛΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Το καλοκαίρι ο χρόνος

Το καλοκαίρι ο χρόνος παραλύει Οι νόμοι της φυσικής ακυρώνονται Δεν...

Deadplanes: Η απεργία των ιπτάμενων

Ελεγκτές εναέριας κυκλοφορίας Κάθε λίγο ξεσηκώνονται παραλύουν τ’ αεροδρόμια της χώρας Άφτερες...

Δύο ποιήματα του Πι Ταφ

Ενηλικίωση   Αυτό το φθινόπωρο μοιάζει ως τώρα με...

Τα μάτια στον καθρέφτη μου

Τι με κοιτάς κι εσύ; Κι εγώ το ίδιο αναρωτιέμαι,...