Ο Genet έγραφε κάπου (νομίζω στον Αιχμάλωτο του Έρωτα) πως δεν γνωρίζεις την πραγματική έκσταση αν δεν γνωρίσεις την έκσταση της προδοσίας· φαντάζομαι πως εννοούσε μια προδοσία πρόστυχη, κοφτερή σαν λεπίδα, κι επειδή την έχω διαπράξει και νιώσει, ξέρω πως έχει μια γλύκα αυτή η προδοσία, γλύκα πηχτή σαν τη νοστιμότερη λιχουδιά· μοσχοβολάει η αμαρτία της σαν αγκαλιά από μανόλιες· σε τυλίγει ζεστά σαν βελούδινο ρούχο στο χρώμα του αίματος ραμμένο άψογα και στα μέτρα σου· πως καθώς γυρίζεις το μαχαίρι στην πληγή του άλλου (μια πληγή για την οποία είσαι υπεύθυνος εσύ) το πρόσωπό σου γίνεται υπέρλαμπρο και αστεροφόρο, μ’ ένα σκληρό χαμόγελο που αφήνει να φανούν δόντια λευκά σαν παγόβουνα.
Όλα αυτά τα αναγνωρίζω, όμως στη ζωή μου δεν άντεξα αυτή τη μορφή προδοσίας και την έκσταση που τη στεφανώνει παρά ελάχιστες φορές· προτιμούσα μιαν άλλη προδοσία, πιο ήπια, χωρίς την ένταση της έκστασης που γράφει ο Genet: να, ας πούμε φανταζόμουν πως κάρφωνα τα αγαπημένο μου πρόσωπο, αλλά το στιλέτο που κρατούσα ήταν ζαχαρένιο και έλιωνε στο τραύμα αφήνοντας τη γλυκύτητα ενός θανάτου απαλού· φανταζόμουν πως στραγγάλιζα τον πιο κοντινό μου άνθρωπο με παιχνιδιάρικα δάχτυλα, που καθώς έσφιγγαν το λαιμό του, ταυτόχρονα τον γαργαλούσαν άγαρμπα, και ο άνθρωπος αυτός έσβηνε γελώντας. Στη δική μου εκδοχή για τη σύλληψη του Χριστού, ο Ιούδας θα μπορούσε να σημαδέψει με το τεντωμένο και σκληρό σαν γρανίτη δάχτυλό του προς το μέρος του δασκάλου του και να βιώσει την πρώτη εκδοχή της προδοσίας, βουτηγμένος στην έκστασή της, εκείνος όμως Τον πρόδωσε ζητώντας τον γλυκασμό ενός μελένιου φιλιού, θέλησε να Τον σκοτώσει τρυφερά, και Τον πρόδωσε όπως προδίνω εγώ, κι έτσι Τον φίλησε με χείλη ζεστά σαν αδελφό, χείλη που αγαπούσαν την ώρα που Τον οδηγούσε στον χαμό.
Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι, η προδοσία αυτής της μορφής να δημιουργεί μιαν έκσταση συμπληρωματική, με κρυφή παρουσία, υπόγεια και με ανυπολόγιστο μέγεθος, ίσως ο Genet να εννούσε αυτή την προδοσία, κι εγώ να υπήρξα πιο αμαρτωλός απ’ όσο ήθελα να πιστεύω.