Διαβάζοντας το βιβλίο Τρεις δεκάρες και άλλα αφηγήματα του Ε.Χ. Γονατά, πριν από τρία χρόνια περίπου, ένιωσα μια δυσάρεστη έκπληξη, που μετατράπηκε σε απογοήτευση όσο προχωρούσε η ανάγνωση. Η αφηγηματική ικανότητα του συγγραφέα που τόσο με είχε γοητεύσει στα προηγούμενα βιβλία του, με κάποιες ενστάσεις για τον Φιλόξενο καρδινάλιο, ώστε να τον μνημονεύω στις ιδιωτικές συζητήσεις με φίλους, όποτε μου δινόταν ευκαιρία, να επανέρχομαι στην ανάγνωση των βιβλίων του συχνά, εξαντλήθηκε σε αρκετά διηγήματα του τόμου. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσω να εξηγήσω, όσο έχω την εκφραστική ικανότητα να το κάνω, τους λόγους που με ώθησαν να φτάσω σ’αυτό το «βλάστημο» συμπέρασμα.
Στη «ΣΗΜΕΙΩΣΗ» στο τέλος του βιβλίου, ένα είδος επίμετρου που υπογράφει ο ίδιος ο συγγραφέας, αναφέρει ότι εκτός από έξι αφηγήσεις που περιλαμβάνει το βιβλίο, «Στη γέφυρα», «Το μάτι», «Στην εκκλησία», «Η γουρούνα», «Ένα καταπληκτικό παιδί», «Το φιαλίδιο», που πρωτοδημοσιεύτηκαν στη συλλογή Το βάραθρο και στο βιβλίο Λίχτενμπεργκ, Πιπέρι και σπασμένες γραμμές, τα υπόλοιπα σαράντα ένα αφηγήματα είναι ανέκδοτα και γράφτηκαν κατά τη διάρκεια του 2005.
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα είναι το ακόλουθο: Πώς ένας ολιγογράφος συγγραφέας όπως ο Ε. Χ. Γονατάς, ο οποίος για εξήντα χρόνια, από την πρώτη εμφάνισή του στα γράμματα το 1945 με τη συλλογή O ταξιδιώτης μέχρι το 2005, έχει γράψει πέντε ολιγοσέλιδα βιβλία, εκ των οποίων από τις Αγελάδες (1963) μέχρι τον Φιλόξενο Καρδινάλιο (1986) μεσολαβούν 23 χρόνια, γράφει αυτό το βιβλίο μέσα σε έναν χρόνο;
Το επιχείρημα ότι η ολιγογραφία του Ε. Χ. Γονατά οφείλεται στη δικηγορία, το μεταφραστικό έργο και την επιμέλεια βιβλίων δεν είναι αρκετά υποστηρικτικό. Το ερώτημα πώς εμπνέεται, επινοεί, κατασκευάζει όλες αυτές τις αφηγήσεις, από τις οποίες μονοσέλιδες είναι μόνο δώδεκα –αν αφαιρέσουμε το «Στη γέφυρα» και «Το μάτι», που έχουν δημοσιευτεί στη συλλογή αφηγημάτων Το Βάραθρο (1963)– και οι υπόλοιπες μεταξύ δύο έως δεκατριών σελίδων («Τα πέδιλα»), παραμένει σταθερό και επίμονο.
Η απορία επαυξάνεται από το γεγονός της ηλικιακής επιβάρυνσης του συγγραφέα. Ο Ε. Χ. Γονατάς είναι ογδόντα ένα χρονών όταν, κατά δήλωσή του, γράφει τις ιστορίες του παρόντος τόμου· αναμφίβολα δεν είναι ο ιδανικός χρόνος από βιολογική άποψη, ώστε να προσφέρει αυξημένες νοηματικές, πνευματικές και σωματικές λειτουργίες ικανοποιητικές ώστε να λειτουργήσουν θετικά στην επιλογή της αφηγηματικής φόρμας, θεματικής και γλωσσικής, και να αποδώσουν την αρτιότητα της προηγούμενης συγγραφικής παραγωγής του. Βέβαια, κι αυτό το θεωρώ περισσότερο πιθανό, και ο συγγραφέας το αναφέρει σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις του, στη Μικέλα Χαρτουλάρη (εφ. Τα Νέα, 4 Ιουνίου 1994), δίχως να γνωρίζουμε αν αυτά τα αδημοσίευτα γραπτά που δηλώνει ότι έχει στο συρτάρι του και δεν τον εκπροσωπούν σχετίζονται με κάποια αφηγήματα του παρόντος τόμου. Ούτε οι κριτικοί και φιλόλογοι, όσο είναι δυνατόν να γνωρίζω, αναφέρονται σε κάποια προσχέδια των αφηγημάτων, τα οποία πήραν την οριστική μορφή τους στη διάρκεια ενός χρόνου. Ελπίζω κάποιος να με διορθώσει αν κάνω λάθος γιατί η πληροφόρησή μου είναι ελλιπής.
Για να προεκτείνω τον συλλογισμό μου καταγράφω τα λόγια του Ε. Χ. Γονατά από τη συνέντευξη στη Μικέλα Χαρτουλάρη: «Έχω στο μυαλό μου χίλια και γράφω μια σελίδα. Γιατί πιστεύω ότι με λιγότερα έχεις την πιθανότητα να εκφράσεις περισσότερα». Και παρακάτω: «Με αγχώνει πολύ το γράψιμο. Η λευκή σελίδα με τρομοκρατεί κι όσο μπορώ το αναβάλλω […]Έπειτα δεν μπορείς και να γράφεις συνέχεια, γιατί το είδος γραφής με εξοντώνει». Στη συνέχεια προχωρά σε μια μικρή αποκάλυψη, ότι έχει πολλά αδημοσίευτα γραπτά στο συρτάρι του: «που όμως δεν με εκπροσωπούν». Εδώ, στην τελευταία φράση, πιάσαμε λαβράκι και πάνω σε αυτό στηρίζω την υπόθεση εργασίας που κάνω. Συνεπικουρεί και η δήλωσή του στην εκπομπή «Παρασκήνιο», στην Εύα Στεφανή, ότι «θα έπρεπε να ’χα άλλη τόση ζωή για να κάνω άλλα τρία βιβλιαράκια, και δεν ξέρω αν το προλαβαίνω τώρα να ολοκληρώσω κάποια ελάχιστα πράγματα» (26:28).
Αν έγραφα ένα κείμενο μυστηρίου το ερώτημα που θα έβαζα στο τέλος του κεφαλαίου θα ήταν: Ανάμεσα στα γραπτά που αναφέρεται ο συγγραφέας, περιλαμβάνονται και αυτά της τελευταίας συλλογής; Είναι κάποια από αυτά που αναφέρω στη συνέχεια του άρθρου μου; Πώς όμως πείστηκε ο Ε. Χ. Γονατάς; Και, κυρίως, ποιος τον έπεισε για τη δημοσίευσή τους; Γιατί δημοσιεύει τρία αφηγήματα από το Βάραθρο που δεν περιελήφθησαν στην επανέκδοσή τους από τις Εκδόσεις Στιγμή (Αθήνα 1984); Ποιος είναι ο ένοχος, αν υπάρχει ένοχος, του εκδοτικού επιχειρήματος, που προσβάλλει τη γραφή ενός σπουδαίου συγγραφέα;
Αν συνυπολογίσουμε το φάσμα του θανάτου ως υπαρξιακή στάση απέναντι στην αναπόφευκτη φυσική φθαρτότητα και στις επιδράσεις που αυτή έχει στην ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου, το μυστήριο διευρύνεται. Είμαστε όμως υποχρεωμένοι να δεχθούμε την κατάθεση του συγγραφέα έτσι ώστε οι παραπάνω σκέψεις να παραμένουν υποθέσεις.
Ενδιαφέρον έχει η συσχέτιση των αφηγημάτων του παρόντος τόμου με άλλα προγενέστερα έργα του συγγραφέα, ώστε να μπορέσουμε να εικάσουμε ότι ίσως κάποια υπήρχαν σαν προσχέδια ιδεών ή γραπτά τεκμήρια, τα οποία εδώ τα βλέπουμε στην οριστική τους μορφή ως έργο των φιλολόγων, δίχως αυτό το εξηγητικό σχήμα να είναι υπερασπιστικό της υπόθεσης που κάναμε. Θα μπορούσαμε να ανιχνεύσουμε ίχνη της υπόθεσής μας στα προηγούμενα έργα του Ε. Χ. Γονατά, και σ’ αυτό μας βοηθάει η ανάλυση της κ. Γιάννας Δεληβοριά, η οποία στο κείμενό της «Οι μεταμορφώσεις του αφηγητή στις Τρεις Δεκάρες του Ε. Χ. Γονατά» υποστηρίζει ότι ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής «δεν εκδηλώνεται για πρώτη φορά στις Τρεις Δεκάρες αντιθέτως είναι μια σταδιακή –και άρα συνειδητή– επιλογή του συγγραφέα την οποία μπορεί κανείς να διαπιστώσει στην εξέλιξη του έργου του». Η διαπίστωση αυτή δεν είναι επιβεβαιωτική της άποψής μου, αλλά επικουρική της ιδέας ότι ο Ε. Χ. Γονατάς πρέπει κάποιες από τις ιστορίες αυτής της συλλογής να τις έχει σχηματισμένες ως προπλάσματα ιδεών ή γραφής. Ένα ακόμη στοιχείο είναι η ανίχνευση του αφηγηματικού χώρου και χρόνου της ιστοριών της συλλογής και η αντιστοίχισή τους με τον υπαρκτό χώρο και χρόνο της πραγματικότητας.
Περνώντας στην ανάγνωση της συλλογής Τρεις Δεκάρες και άλλα αφηγήματα, ας δούμε πρώτα πώς έχει χαρακτηρίσει το έργο του Ε. Χ. Γονατά η κριτική, ώστε να διερευνύσουμε αν αυτές οι ιστορίες της παραμένουν σε ανάλογη αισθητική, αφηγηματική εγρήγορση, έμπνευση γλωσσική, υφολογική και θεματική με τις αφηγήσεις των προηγούμενων βιβλίων του Ε. Χ. Γονατά.
Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου αναφερόμενη στο έργο του Ε. Χ. Γονατά στη γραπτή συνέντευξη που έδωσε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Poeticanet δηλώνει ότι «ονομάζουμε σύντομη πρόζα, ή καλύτερα μια μορφή κειμένων που ανήκουν στη ρευστή περιοχή ανάμεσα σε ποίηση και πρόζα […] μορφή φανταστικού πεζογραφήματος με έντονα αλληγορικό στοιχείο […] χρησιμοποιεί τα υλικά της ποίησης για να φτιάξει ένα πεζό αφήγημα, που δεν είναι πάντα λυρική πρόζα […] με έντονα βιωματικό και ταυτόχρονα αινιγματικό χαρακτήρα».
Η Αναστασία Νάτσινα γράφει ότι «η παρουσία του Γονατά θα περιγραφόταν καλύτερα από την έννοια της ιδιάζουσας και μοναδική περίπτωσης […] Κατέχει τους μηχανισμούς του παραδόξου […] την αινιγματικότητα […] [τ]η μετρημένα διάχυτη παραδοξότητα […] τη λιτότητα ενός μύθου, μιας παραβολής […] [την] προσδοκία του διδακτικού μύθου κλείνοντας με ένα σαφές δίδαγμα». Πρόκειται για παράδοξα κείμενα, «τρόπο της μεταφοράς ή του συμβολισμού, σαν να ήταν αινίγματα». Και συμπληρώνει: «Θα έλεγε κανείς ότι μεγάλο μέρος του έργου του Γονατά εκτυλίσσεται στο προχώλ, αφορά μια ανολοκλήρωτη προετοιμασία για τον θάνατο που θα επιτρέψει την οριστική ζύγιση του κεφαλιού στο ομώνυμο διήγημα, για την πνευματική εργασία και για την καλλιτεχνική παράσταση στην “Επίσκεψη”, για την ερωτική επιτυχία στην “Ανθοδέσμη”, για την εκπλήρωση ενός υπαρξιακού νόστου στο “Μετά το τέλος της γιορτής”».
Η Σοφία Βούλγαρη, αναφερόμενη στη συλλογή Τρεις Δεκάρες και άλλες αφηγήσεις, ανιχνεύει στο έργο τις καλλιγραφικές ανιχνεύσεις του αόρατου, του ελάχιστου, το απειροελάχιστο φορτισμένο με αλήθεια ψυχική και να αποκαλύψει την τυφλότητα του φαροφύλακα. Μιλάει για «αφορισμό, σύντομο ανεκδοτολογικού ή αυτοβιογραφικού αφηγήματος, του πρόχειρου σημειωματάριου».
Ο Βασίλης Χατζηβασιλείου αναρωτιέται: «Συγγραφέας φανταστικού και του ονειρικού ή ακραιφνής υπερασπιστής του παραλόγου και του υπερρεαλισμού; Λάτρης του υπερφυσικού και του παράδοξου ή σαγηνευτής επινοημένων φασματικών παρουσιών;» Ακόμη, κάνει λόγο για «υπονομευμένη αναπαράσταση της πραγματικότητας ή από σκοπού αοριστία και ασάφεια με την οποία προικίζονται οι μορφές της, σε συνδυασμό με ένα κλίμα ονείρου και υπέρβασης τα οποίο διατρέχει απ’ άκρου εις άκρου τα συμβάντα και τις εικόνες της, κυρίως τις εικόνες της, που συμπυκνώνουν με μια σπάνια, αλλά πάντα αμφίσημη ενάργεια το περιεχόμενό τους».
Η Τιτίκα Δημητρούλια χαρακτηρίζει τις ιστορίες του Ε. Χ. Γονατά «ιστορίες σύντομες, μετέωρες, ιστορίες που περικλείονται στο ελάχιστο των λέξεων σαν σε κουκούλι ή σε όστρακο, ονειρικές και υπερφυσικές, σουρεαλιστικές και παράδοξες, οριζόμενες από αλληλοαναιρούμενα δίπολα, από συναιρούμενες αντιθέσεις: εντός και εκτός, οργανικό-ανόργανο, κίνηση-ακινησία, άνοιγμα-κλείσιμο, απόσπασμα-όλον, συνείδηση-κόσμος. Οφείλεται και στην ίδια τη φόρμα που τις περικλείει, αφήνοντάς τους ωστόσο άπειρες διαφυγές, μέσα από τις ρωγμές που δημιουργεί η αυτοομοιότητα, που καθορίζει τόσο τη μορφή όσο και το περιεχόμενο των αφηγήσεών του». Συνεχίζει διαπιστώνοντας ότι «ο Γονατάς δεν αναπαριστά πλέον τον κόσμο, αλλά τον μεταμορφώνει. Οι εικόνες του συναιρούν το πραγματικό με το υπερπραγματικό, αποτυπώνουν τα πράγματα εν τω γεννάσθαι, σε μια μορφή οιονεί σπερματική, ως δυνατότητες που παραμένουν μετέωρες και ανοιχτές».
Από τα προαναφερθέντα έχουμε μια κριτική αποτίμηση του έργου του Ε. Χ. Γονατά, λαμβάνοντας υπόψη μας ότι ελλείπουν, λόγω αδυναμίας πρόσβασης και σε άλλα κείμενα, αλλά είναι, νομίζω, ενδεικτικές και δίνουν ένα βασικό στίγμα της πρόσληψης του έργου, ικανές ώστε να αποτελέσουν τη βάση στην οποία θα στηρίξω τις σκέψεις που γεννήθηκαν από την ανάγνωση του τελευταίου βιβλίου του Τρεις Δεκάρες και άλλα αφηγήματα.
Οι Τρεις Δεκάρες είναι ένα άνισο βιβλίο. Από τα σαράντα ένα πρωτοδημοσιευόμενα αφηγήματα υπάρχουν αυτά που διατηρούν την «ονειρική παραδοξότητα» που χαρακτηρίζει τη γραφή του Ε. Χ. Γονατά, με την αποσπασματικότητα της έκφρασή της, την παρουσία του αόρατου, του φανταστικού, «την παρουσία της απουσίας, την πιθανότητα του απίθανου, την πραγματικότητα του φανταστικού, τη δυνατότητα του αδύνατου, την ομορφιά του αποκρουστικού, την τρυφερότητα του βίαιου, τον “ρεαλισμό” του αόρατου, ο οποίος προσκολλάται στα αντικείμενα, για να αναδείξει σε ονειρική αχρονικότητα και σε τόπο αόριστο». Οι δυσκολίες όμως ξεκινούν εκεί που ο Ε. Χ. Γονατάς μεταθέτει την αφηγηματική του ματιά από τον «αφορισμό, στο σύντομο ανεκδοτολογικό ή αυτοβιογραφικού αφηγήματος, του πρόχειρου σημειωματάριου», όπως αναφέρει πάλι η Σοφία Βούλγαρη.
Τα αφηγηματικά χαρακτηριστικά του Ε. Χ. Γονατά που αναφέρθηκαν παραπάνω δεν αποτυπώνονται σε κάποιες ιστορίες της συλλογής, ανεξάρτητα της γνώριμης και οικείας πρωτοπρόσωπης αφήγησης ή της τριτοπρόσωπης αφήγησης που χαρακτηρίζει το έργο του. Έτσι στο αφήγημα «Η τέχνη του ηθοποιού» έχουμε μια συμβατική, προβλέψιμη ιστορία τόσο απομακρυσμένη από τη θεματική προϊστορία του Γονατά που σε εκπλήσσει, σε σημείο να αναρωτιέσαι αν είναι αυτός ο συγγραφέας της Κρύπτης και του Βάραθρου ή αν πρόκειται για μια εκδοτική φάρσα με την παιγνιώδη συμμετοχή του συγγραφέα.
Η επίσκεψη στο μπουρδέλο της κυρίας Σούλη στο «Στης κυρίας Σούλη» είναι μια δυσάρεστη εμπειρία, όχι μόνο για τον αφηγητή αλλά και για τον αναγνώστη. Όπως ο αφηγητής αντί να συνευρεθεί ερωτικά με την Αλίκη ή την Ειρήνη, κοπέλες που εργάζονται στο «σπίτι», παγιδεύεται από την κοντόχοντρη, ώριμης ηλικίας γυναίκα, με κότσο τα μαλλιά και μουστακάκι –την ιδιοκτήτριά του–, έτσι και ο αναγνώστης που προσέρχεται για την αναγνωστική του απόλαυση, ελπίζοντας σε μια ιστορία από τη γνώριμη, γοητευτική πένα του Ε. Χ. Γονατά, βρίσκεται μπροστά σε μια αφήγηση που προέρχεται από έναν αφηγητή ο οποίος πόρρω απέχει από τον αφηγητή των άλλων του ιστοριών. Βρίσκεται, λοιπόν, στην αγκαλιά μιας ιστορίας, που ο συγγραφέας της θεωρεί ότι «ένα γλυκό φως» από τη σφραγίδα του ονόματός του μπορεί να «ομορφαίνει τα πάντα».
Στο αφήγημα «Ο σκαντζόχερος» ο Ε. Χ. Γονατάς καταγράφει εν είδει ημερολογίου σημειώσεων τη σχέση του με τον «μικρό σκαντζόχερο που γλίστρησε από το διπλανό χτήμα στον κήπο του», με έναν τρόπο που καταλήγει σε διδαχή, δημιουργώντας μια νοσταλγία για την αφηγηματική ικανότητα του άλλου «Σκαντζόχερου», της Κρύπτης. «Αυτό μου έγινε μάθημα, ώστε να μη στερώ κανενός ζωντανού την ελευθερία. Ποτέ έκτοτε δεν ποριόρισα ζωντανό για τη διασκέδασή μου», καταλήγει η αφήγησή του σ’ ένα επιγραμματικό συμπέρασμα σχολικής αγωγής.
Στο «Για το χρώμα του μελανιού στα Γράμματα του Νίκου Καχτίτση» εστιάζει το βλέμμα του με επίμονη, λεπτομερή ρεαλιστική γραφή στη γλώσσα, απομακρυνόμενος από τα οικεία αφηγηματικά προτερήματά του, βουλιάζοντας σ’ έναν γλωσσικό νατουραλισμό, που η μορφή λειτουργεί αποτρεπτικά έναντι στην εξαίρετη θεματική ικανότητα που τον καταξίωσε σ’ έναν από τους σπουδαιότερους, ίσως τον καλύτερο, συγγραφέα της «εξαιρέσεως».
Η μερική και αμήχανη επίκληση της δοκιμασμένης παραδοξότητας και αινιγματικότητας στο «Ο παππούς» δεν φαίνεται να έχει την αποτελεσματικότητα ώστε να διασώσει την ιστορία από την αφηγηματική κόπωση και την έλλειψη πρωτοτυπίας.
Η κορύφωση της απομάκρυνσης από τα κυρίαρχα στοιχεία του έργου του που αναφέρθηκαν παραπάνω κορυφώνεται στην ιστορία «Ο ένοχος», ένα αφήγημα το οποίο δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο έχει θέση σ’ αυτήν τη συλλογή, όπου η αποποίηση μιας κλανιάς γίνεται το κεντρικό θέμα. Φτάνει στην απλοϊκότητα και την αφέλεια το «Δύο αδέρφια», όπου το εύρημα της τελευταίας παραγράφου προκαλεί απογοήτευση και δυσθυμία, αν συλλογιστεί κανείς το λογοτεχνικό μέγεθος του Ε. Χ. Γονατά: «Τι είναι αυτό το σκιάχτρο; Πού το βρήκες, αλήτη;» φωνάζει ο πατέρας του, ενώ η μητέρα του και η θεία Φρόσω, που είχε έρθει απ’ το χωριό για τα βαφτίσια, μένουν αποσβολωμένες, με το στόμα ανοιχτό. «Καλά, δεν το ’χεις ξαναδεί; Την πήρα μέσα από την ντουλάπα της μαμάς. Είναι η περρούκα της».
Στο διήγημα «Το πρώτο μου μάθημα» η κοινοτοπία είναι τόσο χαρακτηριστική, που φτάνει να θεωρηθεί αδιάφορο και ανιαρό ως προς τη σύλληψη και την αφηγηματική εκφορά του· ο ανεψιός του φρουράρχου παραβιάζει το σπίτι του θείου του για να κλέψει «τα εκλεκτότερα τρόφιμα, εδέσματα, φρούτα και γλυκίσματα» για να τα προσφέρει στη «γιγαντιαία οδολίσκη» Όλγα, ιδιοκτήτρια του τοπικού μπουρδέλου, η οποία, παρεκκλίνοντας από τον κανονισμό, αφήνει τον συνοιδηπόρο του Γιάννου αφηγητή, επ’ αμοιβή, να δει και να μάθει τα μυστικά του έρωτα από τον αθέατο φεγγίτη του «σπιτιού».
Η αξιοποίηση της μνήμης της παιδικής ηλικίας στο αφήγημα «Το ρόδι» ως πρώτης ύλης για την κατασκευή της ιστορίας δεν αξιοποιείται με τη σφραγίδα της αυθεντικότητας, ώστε να έχουμε αμήχανο αποτέλεσμα.
Το μνημονικό αφηγηματικό περιβάλλον κυριαρχεί και «Στο φούρνο», για το οποίο δεν κατάλαβα, όχι μόνο την ανάγκη της δημοσίευσής του, αλλά ούτε τον λόγο γραφής του. Μοιάζει σαν πρωτόλειο ενός μέτριου έως κακού συγγραφέα, του οποίου η συγγραφική διαδρομή δεν είναι απλώς αμφιβόλου αξίας, αλλά σίγουρη πορεία προς την αποτυχία.
Για να γράψω αυτό το κείμενο διάβασα, συμβουλεύτηκα, αντέγραψα αυτές τις δημοσιεύσεις:
Άρθρα-Μελέτες
Φραγκίσκη Aμπατζοπούλου, «Συνέντευξη στην Μαρία Τσάτσου για τον Ε.Χ. Γονατά», Poeticanet, 27 Απριλίου 2006 [Αφιέρωμα στον Ε. Χ. Γονατά].
Γιάννα Δεληβοριά, «Οι μεταμορφώσεις του αφηγητή στις Τρεις Δεκάρες του Ε. Χ. Γονατά», Poeticanet, 23 Απριλίου 2007.
Σοφία Βούλγαρη, «Ο «ρεαλισμός» του αόρατου, η τέχνη του ελάχιστου» Poeticanet, 5 Απριλίου 2007.
Τιτίκα Δημητρούλια, «Το ανολοκλήρωτο ως δυνητικό στο έργο του Ε.Χ. Γονατά», Poeticanet, 3 Μαΐου 2007.
Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, «Ε.Χ. Γονατάς: Ένας δια βίου αιρετικός», Poeticanet, 11 Μαΐου 2007.
Αναστασία Νάτσινα, «Η χαμηλόφωνη διδασκαλία του Ε. Χ. Γονατά και το ερώτημα του ελάσσονος», Χαμηλές φωνές στη λογοτεχνία, Αθήνα: Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας της Σχολής Μωραΐτη, 2009, 169-183.
Ευαγγελία Σίντου, «Η λογοτεχνία το φανταστικού και το έργο του Ε.Χ Γονατά», Μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Φιλοσοφική Σχολή, Τμήμα Φιλολογίας, 2008.
Συνεντεύξεις του Ε.Χ. Γονατά
«Συνέντευξη στη Μικέλα Χαρτουλάρη», εφ. Τα Νέα, Σάββατο 4 Ιουνίου 1994.
«Επισκέψεις στο σπίτι του Ε.Χ. Γονατά», τηλεοπτική εκπομπή Παρασκήνιο [η εκπομπή περιέχει συνέντευξη του Γονατά στην Εύα Στεφανή].
Μια σημείωση
Το κείμενο αυτό δεν διεκδικεί τον ρόλο μιας κριτικής αποτίμησης του έργου Τρεις Δεκάρες και άλλα αφηγήματα του Ε. Χ. Γονατά, δεδομένης της έλλειψης φιλολογικών γνώσεων που θα στήριζαν το εγχείρημα, αλλά αποτελεί το σύνολο κάποιων σκέψεων, οι οποίες φαίνονται «αυθαίρετες», αφού δεν υποστηρίζονται από αιτιολογική επεξεργασία. Είναι κάποιες εντυπώσεις και ερωτήματα που γεννήθηκαν κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης του βιβλίου και βρήκαν τη γραπτή υλοποίησή τους μετά από μια σύντομη συνομιλία με τη σύνταξη του περιοδικού Σαλιγκάρι, το οποίο ευχαριστώ για την ευγενική προτροπή για την πραγματοποίηση αυτού του κειμένου και τη φιλοξενία στις σελίδες του. Η απρόβλεπτη, εκτός σχεδίου, γραφή του συγκεκριμένου πονήματος, εκτός από επίμονη και ψυχοφθόρα, ελπίζω να είναι και αποδοτική, προσβλέποντας στην κατανόηση των αναγνωστών για τυχόν λάθη και αβλεψίες.
ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ